Δύο διαπρεπείς Αμερικανοί οικονομολόγοι και καθηγητές, ο Πίτερ Θόροου (1938-2016) το 1992 και ο Τζέρεμι Ρίφκιν το 2003, έγραψαν δύο βιβλία για την Ευρώπη και το μέλλον της, στα οποία ο πρώτος προβλέπει την ισχυρή θέση της γηραιάς ηπείρου στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και ο δεύτερος κάνει λόγο για το πώς το «ευρωπαϊκό όνειρο» επισκιάζει το αντίστοιχο αμερικανικό και γίνεται οικουμενικό.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
«Το αμερικανικό όνειρο, έγραφε πριν 20 χρόνια ο Τζ.Ρίφκιν, γίνεται όλο και πιο απατηλό. Οι Αμερικανοί δουλεύουν όλο και περισσότερο, πληρώνονται ό¬λο και λιγότερο, ο χρόνος τους λιγοστεύει διαρκώς και οι προοπτικές μιας καλύτερης ζωής γι’ αυτούς είναι αβέβαι¬ες. Το ένα τρίτο των Αμερικανών λέει ότι δεν πιστεύει πια στο αμερικανικό όνειρο.
Ενώ το αμερικανικό όνειρο φθίνει, υποστηρίζει ο Τζέρεμι Ρίφκιν, συγγραφέας βιβλίων με μεγάλη απήχηση, ένα νέο όνειρο αναδύεται: το ευρω-παϊκό. Είκοσι πέντε έθνη που αντιπροσωπεύουν 455 εκατομμύρια ανθρώπους έχουν ενωθεί για να δημιουργήσουν τις «Ηνωμένες Πολιτείες» της Ευρώπης.
Από πολλές απόψεις, το ευρωπαϊκό όνειρο είναι το αντίστροφο είδωλο του αμερικανικού. Ενώ το αμερικανικό δίνει έμφαση στον προσωπικό πλουτισμό και στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, το ευρωπαϊκό όνειρο εστιάζει περισσότερο στην αειφόρο ανάπτυξη, στην ποιότητα ζωής και στην καλλιέργεια των κοινοτικών σχέσεων.
Όλα αυτά δεν υπονοούν ότι η Ευρώπη έγινε η χώρα της ουτοπίας. Ο Ρίφκιν προειδοποιεί ότι τα προβλήματά της είναι σύνθετα και η αδυναμία της εμφανής. Η υψηλοφροσύνη των Ευρωπαίων συχνά είναι διάτρητη από υποκρισία. Όμως το ζήτημα δεν είναι εάν οι Ευρωπαίοι ζουν με συνέπεια το όνειρο που έχουν διαμορφώσει. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η Ευρώπη αρθρώνει ένα τολμηρό καινούριο όραμα για το μέλλον της ανθρωπότητας που διαφέρει, σε πολλές και θεμελιώδεις απόψεις, από το αμερικανικό.» Αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα του Αμερικανού διανοούμενου και πάνω στον προβληματισμό του μπορεί να ανιχνεύσει κανείς κρίσιμες πτυχές της σημερινής κατάστασης στην Ευρώπη.
Όντως, αν κρίνουμε από την ισχύ των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ευρώπη, είναι προφανές ότι στο διεθνές περιβάλλον έχει δημιουργηθεί η αντίληψη ότι η γηραιά ήπειρος αποτελεί τρόπον τινά «Γη της Επαγγελίας». Είναι δηλαδή ένας χώρος στον οποίον κάθε άτομο από τη στιγμή που γεννιέται έχει δικαιώματα και οι υποχρεώσεις έπονται.
Τα είκοσι τελευταία χρόνια έτσι, στις πιο προωθημένης κοινωνικής προστασίας χώρες της Ευρώπης, εγκαταστάθηκαν πάνω από δέκα εκατομμύρια μετανάστες, ηλικίας 18-45 ετών, οι οποίοι χωρίς καμμιά ανταποδοτικότητα τυγχάνουν της ίδιας κοινωνικής προστασίας με κάθε άλλο πολίτη των χωρών υποδοχής. Και η εγκατάσταση αυτή, η οποία είχε υψηλός σχετικά δημοσιονομικό κόστος συνέβη σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη έχανε μερίδια παγκόσμιας αγοράς από τις αναπτυσσόμενες χώρες, την Κίνα, την Ινδία, την Βραζιλία και τη Νότια Αμερική, ενώ στο επίπεδο της παραγωγικότητας υστερούσε όλο και περισσότερο έναντι των ΗΠΑ. Την ίδια περίοδο, ενώ οι αυτοαποκαλούμενες «προοδευτικές δυνάμεις» πανηγύριζαν για την απόκτηση νέας πολιτικής πελατείας, στην καρδιά της γηραιάς ηπείρου η εγκληματικότητα αναπτυσσόταν με πρωτόγνωρους ρυθμούς, τα ναρκωτικά θέριζαν στα σχολεία, το ισλάμ προκαλούσε και δολοφονούσε και η γελοία πλευρά του καπιταλισμού κερδοσκοπούσε επωφελούμενη της ραγδαίας ανάπτυξης της χρηματοικονομίας.
Όλα όσα προηγούνται σε συνδυασμό με την ταχύτητα πλεύσης του ψηφιακού πολιτισμού και των νέων συνηθειών που φέρει μαζί του σε πολιτιστικό, κοινωνικό και γνωστικό επίπεδο, αντί να ευνοήσουν μια άσχετη και μαρξιστόπληκτη αριστερά που ζει ακόμα στην εποχή της ψυχρής ιδεολογίας του Λένιν, έφεραν στο προσκήνιο μια νέου τύπου εθνικιστική δεξιά που υπόσχεται φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Όσο για τη σοσιαλδημοκρατία και τις δήθεν φιλελεύθερες δυνάμεις, στο μέτρο που το μόνο ενδιαφέρον τους είναι να κυβερνούν με προοπτικές διετίας ή τετραετίας, τα προβλήματα του «ευρωπαϊκού ονείρου» θα γίνονται όλο και πιο βαριά, με άγνωστο το μέλλον.