Στις ράγες σβήνουν οι φωνές, στ’ ατσάλι και στο χώμα,

αίμα και δάκρυα μαζί , κραυγάζουνε ακόμα.

Στην άκρη εκεί του σκοταδιού, μια σπίθα ανασαίνει,

είν’ η φωνή του λαού, που πλέον δε σωπαίνει.

Πώς γίνεται να ξεχαστεί η νύχτα που γιναν όλα μαύρα 

όταν η ανικανότητα σκόρπισε τον θάνατο σαν λαύρα;

Ποιο χέρι έσβησε το φως και άφησε τις ψυχές

δίχως επιστροφή ποτέ, δίχως απαντήσεις πια χθες;

Μιλούν για λάθη, για στιγμές, για μοίρας παιδιαρίσματα 

μα όταν υπάρχουνε νεκροί δεν είναι παιχνιδιαρίσματα

Ποιος έχτισε με ψέματα το μέλλον των παιδιών

και τ’ άφησε να γίνουνε φαντάσματα βαγονιών;

Μα η δικαιοσύνη δε λυγά, κι ας την κρατούν δεμένη,

γίνεται κύμα, γίνεται φως, θεριό που περιμένει.

Για κάθε σιωπηλό κορμί, για κάθε άδεια θέση,

ο χρόνος δεν θα γιατρευτεί, το ψέμα δε θ’ αντέξει.

Γιατί η αλήθεια είναι εδώ, στις φλόγες που δε σβήνουν,

μέσα στις φωνές των ζωντανών που θα τα κατακρίνουν 

Κι αν χρόνια θέλει η πληγή, κι αν η ντροπή βαραίνει,

ο λαός δε λησμονεί—απαιτεί κι επιμένει

@ Γιάννης Παρασκευόπουλος