Όσοι έχουν πιαστεί ήδη στην τσιμπίδα της εφορίας ελεγχόμενοι για φοροδιαφυγή, αλλά και όσοι έχουν πουλήσει σπίτι στην εποχή των «παχιών αγελάδων» είναι αυτοί που θα προσέλθουν πρώτοι στις εφορείες για να αποκαλύψουν οικειοθελώς μη δηλωθέντα εισοδήματα.
Η εγκύκλιος του επικεφαλή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κ. Γιώργου Πιτσιλή που εκδόθηκε χθες δίνει τον οδικό χάρτη για τις προθεσμίες υποβολής των αρχικών ή συμπληρωματικών δηλώσεων για μη δηλωμένων εισοδήματα της περιόδου 2001-2015 με στόχο σε πρώτη φάση όσους δεν έχουν δηλώσει εισοδήματα και φιγουράρουν στις διάφορες λίστες καταθετών σε τράπεζες του εξωτερικού (Λαγκάρντ Μπόγιαρνς Λουξεμβούργου Λονδίνου Λιχτενστάιν, κτλ).
Ωστόσο, το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι εξαιρετικά αβέβαιο, καθώς η επιβάρυνση για τα αδήλωτα εισοδήματα μπορεί να φτάσει το 80%, ενώ ο φόρος που θα καταλογιστεί θα πρέπει να καταβληθεί σε 30 ημέρες ή να ρυθμιστεί με βάση την πάγια ρύθμισης των 100 δόσεων.
Μετά από σχεδόν δύο χρόνια διαβούλευσης με τους θεσμούς συμφωνήθηκε ένα πλέγμα προσαυξήσεων, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να βάλει αυτόν που έχει αδήλωτα εισοδήματα να «το ρισκάρει» και να μην τα δηλώσει κινδυνεύοντας όχι μόνο με διοικητικά πρόστιμα και προσαυξήσεις αλλά και με ποινικές ευθύνες που έχει η φοροδιαφυγή πάνω 50.000 ευρώ για ΦΠΑ και 150.000 για φόρο εισοδήματος.
Σε όσους κάνουν τις σχετικές δηλώσεις μέχρι και τις 31/3/2017, εκτός από τους κύριους και πρόσθετους φόρους που θα επιβαρύνουν τα αποκαλυπτόμενα ακαθάριστα και καθαρά εισοδήματα θα επιβάλλονται και τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής.
Επιπλέον, όσοι φορολογούμενοι υπαχθούν στις συγκεκριμένες ρυθμίσεις υποχρεούνται να καταβάλουν τα ποσά των κύριων φόρων, των πρόσθετων φόρων και των τόκων εκπρόθεσμης καταβολής εντός των 30 ημερών από την υποβολή των σχετικών δηλώσεων είτε εφάπαξ, είτε σε μηνιαίες δόσεις που δεν μπορούν να υπερβούν τις 12, με υπαγωγή του συνόλου των οφειλών στην «πάγια ρύθμιση».
Για όσους δεν πληρώσουν εφάπαξ τα οφειλόμενα ποσά ή χάσουν τις δόσεις της ρύθμισης προβλέπεται απώλεια των όποιων ευεργετημάτων προβλέπονται και αναβίωση όλων των προβλεπόμενων διοικητικών και ποινικών κυρώσεων.
Δηλαδή θα αντιμετωπίζονται ως φοροφυγάδες που απέκρυψαν φορολογητέα ύλη, μη υποβάλλοντας δηλώσεις ή υποβάλλοντας ανακριβείς δηλώσεις, και θα καλούνται να πληρώσουν όλους τους πρόσθετους φόρους, τα πρόστιμα εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που μπορεί να ανέρχονται σωρευτικά σε ποσοστά μεγαλύτερα από το 100% των κύριων φόρων, υπερδιπλασιάζοντας το ύψος των τελικών οφειλών.
Όσοι όμως κάνουν τις δηλώσεις θα έχουν απαλλαγή:
- από τα πρόστιμα ανακριβούς δήλωσης του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, τα οποία ανέρχονται σε ποσοστά από 25% έως και 100% επί των διαφορών φόρου
- από τυχόν πρόστιμα για έκδοση ή αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή για μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση φορολογικών στοιχείων
- από τις ποινικές κυρώσεις για φοροδιαφυγή.
Οι κύριοι φόροι που αναλογούν θα υπολογίζονται με βάση τις φορολογικές κλίμακες και τους φορολογικούς συντελεστές που ίσχυαν κατά το έτος υποχρέωσης εμπρόθεσμης δήλωσης της μη δηλωθείσας και νυν αποκαλυπτόμενης φορολογητέας ύλης.
Οι «σίγουροι»
Πιο σίγουροι σε ότι αφορά την υποβολή εκ των υστέρων δηλώσεων είναι όσοι έχουν πιαστεί ήδη στην τσιμπίδα της εφορίας και έχουν εντοπιστεί ως ύποπτοι φοροδιαφυγής αλλά δεν έχει εκδοθεί η εντολή ελέγχου, αλλά και στις περιπτώσεις που έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, εφόσον δεν έχει κοινοποιηθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Τούτο διότι όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα του φορολογικού ελέγχου οι ίδιοι θα γλυτώσουν τη δικαστική διαδικασία.
Στην κατηγορία αυτή:
-Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι και την 31/05/2017 ο φορολογούμενος έχει την δυνατότητα να υποβάλλει τις σχετικές δηλώσεις οποτεδήποτε μέχρι την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής υπηρεσιών.
-Στην περίπτωση που η εντολή ή η πρόσκληση παροχής υπηρεσιών κοινοποιηθεί μετά την 12/12/2016 και μέχρι 31/05/2017, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλλουν δηλώσεις για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή, εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση της εντολής ή της πρόσκλησης .
Η φορολογική διοίκηση μπορεί να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμού φόρου, μετά την πάροδο των 90 ημερών.
Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλλει τις σχετικές δηλώσεις για τα αντικείμενα που αναγράφονται στην εντολή και μετά την πάροδο των 90 ημερών και μέχρι 31/05/2017.
Εδώ, όμως, έχουμε δυο περιπτώσεις:
-Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε 15%.
-Εάν έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου, ο πρόσθετος φόρος είναι 30%.
Στην περίπτωση που στις 12/12/2016, ημέρα κατάθεσης του νόμου στη Βουλή, έχει γίνει ήδη κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή παροχής πληροφοριών, μπορούν να υποβάλλουν τις σχετικές δηλώσεις εντός 60 ημερών από 22/12/2016 έως 19/02/2017.
Σε αυτήν την περίπτωση ο συντελεστής πρόσθετου φόρου είναι 13%.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εφορίες μπορούν να κοινοποιήσουν τον προσωρινό προσδιορισμό φόρου, μόνο μετά την πάροδο των 60 ημερών. Πάλι, και σε αυτήν την περίπτωση, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε 15% και 30% αντίστοιχα, ως την προηγούμενη παράγραφο.
Στην περίπτωση τώρα που στις 12/12/2016 έχει ήδη κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, ο ελεγχόμενος δύναται να επιβάλει τις δηλώσεις εντός 30 ημερών από τις 22/12/2016.
Η εφορία μπορεί να κοινοποιήσει οριστικές πράξεις, μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των 30 ημερών, λαμβάνοντας υπ όψιν τυχόν υποβληθείσες δηλώσεις. Στην περίπτωση αυτή το ποσοστό του πρόσθετου φόρου ορίζεται σε 25%.
Ποιος είναι ο φόρος που καλούνται οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι να πληρώσουν;
Εφόσον προκύπτει φόρος για καταβολή, (ο υπολογισμός γίνεται με τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το έτος της δήλωσης) υπολογίζεται πρόσθετος φόρος επί του κύριου φόρου που οφείλεται, κι αυτός είναι 8% εάν ο φορολογούμενος υποβάλλει φορολογική δήλωση έως 31/03/2017, 10% εάν οι δηλώσεις υποβληθούν στις 31/05/2017.
Επιπλέον επί του πρόσθετου φόρου υπάρχει συντελεστής αναπροσαρμογής που κυμαίνεται από 0% έως 25%.