Στο εξής, οι συντάξεις θα κρίνονται από την προσωπική αποταμίευση και τις δυνατότητες σταδιακής προβολής στο μέλλον –με βασικό κριτήριο την επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής.

Του Μπάρρυ Μουρ

Ανεξάρτητος χρηματοοικονομικός δημοσιογράφος-αναλυτής στις Βρυξέλλες

Ενώ στην Δύση το προσδόκιμο ζωής οδεύει αισίως στα 85 χρόνια για τους άνδρες και στα 86 για τις γυναίκες, με προοπτική τα 90 για το 2050, το θέμα των συντάξεων και των παροχών υπηρεσιών υγείας θα γίνεται εκρηκτικό.

Θα αποκτά δε όλο και περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα, κάτι που πολλοί άνθρωποι αρνούνται να δεχθούν. Έτσι, το όλο θέμα ακόμη αντιμετωπίζεται με βραχυπρόθεσμα κριτήρια, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ας είναι, όμως.

Το ερώτημα πάντως που τίθεται είναι τί πρέπει να γίνει για να πάρουν σύνταξη οι επόμενες γενιές και σε ποιον βαθμό κάτι τέτοιο απασχολεί τους ειδικούς. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι το 2013 ήταν μία καλή χρονιά για τα συνταξιοδοτικά Ταμεία.

Η άνοδος των τιμών μετοχών και ομολόγων στις περισσότερες χρηματαγορές μείωσαν τα χρηματοδοτικά ελλείμματά τους. Πλην όμως, τα σε βάθος χρόνου δομικά προβλήματα παραμένουν και μάλλον θα οξύνονται.

Όπως προέκυψε από σχετικό συνέδριο της Παγκόσμιας Τράπεζας που πραγματοποιήθηκε στο Κέϊπτάουν της Νοτίου Αφρικής, ορισμένα ολλανδικά συνταξιοδοτικά Ταμεία –τα οποία θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο– αναγκάστηκαν να μειώσουν τις αποδοχές των ασφαλισμένων τους λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.

Στον Καναδά, το Συνταξιοδοτικό Ταμείο των Δασκάλων του Οντάριο, το οποίο κερδίζει συχνά επαίνους για την καλή οργάνωση και τις επιδόσεις του, αναγκάστηκε από το 2009 να μειώσει τα ποσοστά της Αυτόματης Τιμαριθμικής Προσαρμογής κάτω αυτών του πραγματικού πληθωρισμού, με αποτέλεσμα την μείωση του πραγματικού εισοδήματος των μελών του.

Τα δύο αυτά γεγονότα αποδεικνύουν το πόσο σοβαρά το ολλανδικό και το καναδικό σύστημα αντιμετωπίζουν το θέμα της χρηματοδότησης των συντάξεων και το πρόβλημα της «μεταφοράς» πόρων ανάμεσα στις παλαιότερες και τις νεότερες γενιές.

Ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που δεν καλύπτεται πλήρως από πλευράς χρηματοδότησης εξαρτάται από τους μελλοντικούς εργαζόμενους και φορολογούμενους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα αντιμετωπίζουν το θέμα της αύξησης του κόστους των συντάξεων με διαφορετικούς τρόπους.

Επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και στην Βρεταννία κατατάσσουν τους νέους εργαζομένους τους σε εναλλακτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, αποσυνδέοντας τον υπολογισμό των συντάξεών τους στο μέλλον από τον τελικό μισθό τους. Τα νέα σχήματα επικεντρώνονται στις εισφορές τους διαχρονικά –πράγμα που σημαίνει ότι είναι οι εργαζόμενοι που φέρουν την ευθύνη για την διαμόρφωση των αποδοχών τους όταν θα συνταξιοδοτηθούν.

Στις ΗΠΑ το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του υποθέτοντας με υπεραισιοδοξία ότι, σε έναν κόσμο όπου επικρατούν ο χαμηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια, οι ονομαστικές αποδόσεις των κεφαλαίων των συνταξιοδοτικών Ταμείων μπορεί να φτάνουν ετησίως το 7,5% με 8%.

Στο μεταξύ, τα ευρωπαϊκά δημόσια (εθνικά συνήθως) συνταξιοδοτικά Ταμεία στηρίζονται κυρίως στην χρηματοδότησή τους από τους νυν εργαζόμενους (αναδιανεμητικό σύστημα), γεγονός που σημαίνει ότι το συνολικό κόστος των συντάξεων δεν αντικατοπτρίζεται στους εθνικούς λογαριασμούς.

Παρά το ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα στηρίζονται σε συγκεκριμένες εισφορές των εργαζομένων, σε μεγάλο βαθμό, όπως δείχνει η εμπειρία, είναι «θέμα τύχης» τα ποσά που θα εισπράττουν ως συντάξεις. Για παράδειγμα, βάσει αυτού του συστήματος, κάποιος που συνταξιοδοτήθηκε το 2000, όταν ανθούσαν οι αγορές, θα κατέληγε να έχει πολύ μεγαλύτερη σύνταξη από κάποιον άλλον που θα συνταξιοδοτείτο το 2008, μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς.

Ως εκ τούτου, τα τελευταία χρόνια διεξάγεται διάλογος προς αναζήτηση μιας μέσης οδού. Έτσι, καταλήγουμε στα συνταξιοδοτικά σχήματα «καθορισμένης προσδοκίας», όπως αποκαλούνται, με απώτερο στόχο την παροχή κάποιας βεβαιότητας στους νυν εργαζομένους ως προς τις μελλοντικές τους συντάξεις.

Ένα είδος αυτής της κατηγορίας των συνταξιοδοτικών σχημάτων λειτουργεί ήδη στην Σουηδία και την Λεττονία. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι κάθε εργαζόμενος έχει έναν προσωπικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό και μπορεί ανά πάσα στιγμή να «δει» τις πιθανές μελλοντικές, συνταξιοδοτικές βεβαίως, αποδοχές του.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα σχήματα αυτά εγγυώνται μία «σίγουρη» σύνταξη, όμως η αύξηση των συνταξιοδοτικών αποδοχών εξαρτάται από τις «εξελίξεις», όπως είναι η χρηματοδοτική κατάσταση των Ταμείων και οι μεταβολές του μέσου όρου του προσδόκιμου ζωής.

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολύ σοβαρά προβλήματα στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Μάλτα και η Ισπανία, θα αντιμετωπίσουν οι συνταξιούχοι τους καθώς και οι μελλοντικές γενιές αν …χθες δεν γίνουν βαθειές ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις. Και οι τελευταίες θα χρειαστεί να απαλλαγούν από τις παραδοσιακές ιδεοληψίες του ευρωπαϊκού Νότου περί «κοινωνικού κράτους», που παρέχει χωρίς να τού παρέχουν.