Εναν άγνωστο «κόφτη» για τις νέες συντάξεις –και μάλιστα πολύ… αποτελεσματικό, καθώς ψαλιδίζει τις αποδοχές των μελλοντικών συνταξιούχων κατά τουλάχιστον 10%– κρύβει η τελική διάταξη για τον υπολογισμό των συντάξεων που θα χορηγούνται με το νέο σύστημα υπολογισμού, ένα σύστημα που ισχύει από την Παρασκευή 13 Μαΐου και μετά.
Ο «κόφτης» είναι ο δείκτης μισθών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Βάσει του νέου νόμου, ο δείκτης αυτός εφαρμόζεται στις αποδοχές όλων των ετών από το 2002 μέχρι σήμερα, προκειμένου να προκύψει ο «συντάξιμος μισθός».
Ομως, λόγω της κατάρρευσης των μισθών ειδικά από το 2009 και μετά, με την εφαρμογή του συγκεκριμένου δείκτη, οι συντάξιμες αποδοχές, αντί να αυξάνονται, μειώνονται.
Ετσι, ακόμη και ο εργαζόμενος που θα αποχωρήσει στη σύνταξη χωρίς να έχει υποστεί μείωση αποδοχών στο διάστημα μετά το 2010 –υπάρχουν και τέτοιοι– ο συντάξιμος μισθός του (βάσει του οποίου θα προκύψει η σύνταξη) θα είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο των αποδοχών.
Στην περίπτωση, δε, που έχει συμβεί το… αναμενόμενο, δηλαδή οι ετήσιες αποδοχές να ακολουθούν φθίνουσα πορεία μετά το 2010, τόσο το χειρότερο για τον υποψήφιο συνταξιούχο, καθώς ο δείκτης μισθών κάνει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά.
Η διάταξη, όπως ψηφίστηκε από τη Βουλή, είναι σαφής: «Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου (σ.σ.: ειδικά κατά την πρώτη εφαρμογή, θα λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές μετά το 2002).
Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών διά του συνολικού χρόνου ασφάλισής του.
Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή».
Για να εφαρμοστεί στην πράξη αυτή η μέθοδος υπολογισμού, το υπουργείο Εργασίας θα χρειαστεί να εκδώσει αναλυτική εγκύκλιο με την οποία θα γνωστοποιεί στις υπηρεσίες την ακριβή μεθοδολογία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας έχουν ήδη κάνει την προεργασία για την έκδοση της εγκυκλίου, ενώ οι πρώτες «προσομοιώσεις» βγάζουν απογοητευτικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα παραδείγματα που επεξεργάστηκε η «Κ»:
Ο πρώτος ασφαλισμένος –στο ΙΚΑ– εμφανίζει από το 2002 και μετά αποδοχές που κινούνται στο ανώτατο πλαφόν του Ταμείου (σ.σ.: στο ΙΚΑ υπάρχει εδώ και δεκαετίες «κόφτης» εισφορών, ο οποίος μάλιστα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας διατηρούνταν σε χαμηλά επίπεδα ακόμη και κάτω των 2.000 ευρώ.
Κόφτης σημαίνει ότι ακόμη και να είχε κάποιος εισφορές πάνω από το ανώτατο όριο, πρακτικά δεν πλήρωνε εισφορές για το επιπλέον ποσό).
Ο ασφαλισμένος ξεκίνησε το 2002 με μεικτές αποδοχές της τάξεως των 1.839 ευρώ, έφτασε στα 2.373 ευρώ για την περίοδο από το 2008 έως το 2012 και κατέληξε με 2.500 ευρώ έως και το 2015.
Ο μέσος όρος των αποδοχών αυτού του ασφαλισμένου βγαίνει στα 2.260 ευρώ. Ωστόσο, με την εφαρμογή του δείκτη μισθών της ΕΛΣΤΑΤ, κατεβαίνει στα 2.017 ευρώ, δηλαδή 10,75% χαμηλότερα.
Για να γίνει αντιληπτό το πώς λειτουργεί ο δείκτης, είναι αποκαλυπτικό το εξής: ο ασφαλισμένος έπαιρνε το 2006 περίπου 2.172 ευρώ τον μήνα μεικτά. Η «αξία αυτού του ποσού μετά την εφαρμογή του δείκτη μισθών πέφτει στα 1.895,9 ευρώ λόγω της κατακόρυφης μείωσης του δείκτη από το 2009 και μετά.
Με συντάξιμες αποδοχές 2.017 ευρώ, η κύρια σύνταξη θα βγει στα 860,99 ευρώ ή στα 829,9 ευρώ μετά την παρακράτηση φόρου, ύστερα μάλιστα από 30 χρόνια προϋπηρεσίας. Αν υπάρχει και επικουρικό, οι αποδοχές θα ανέβουν στα 1.027 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση. Δηλαδή ο εργαζόμενος που θα αποχωρήσει με 2.500 ευρώ μισθό, θα βρεθεί με μια σύνταξη της τάξεως των 1.027 ευρώ.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ