Σε μία κίνηση – έκπληξη προχώρησε απόψε η DBRS, καθώς αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε «BBB» με σταθερό trend (προοπτικές), από «BBB (Low)» με θετικό trend προηγουμένως, ανοίγοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον «χορό» των αξιολογήσεων για την εγχώρια οικονομία.

Ο καναδικός οίκος είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα τον Σεπτέμβριο του 2023 και είχε αναβαθμίσει το outlook από «σταθερό» σε «θετικό» τον Σεπτέμβριο του 2024. Με το νέο upgrade, το ελληνικό αξιόχρεο βρίσκεται μία βαθμίδα πάνω από την επενδυτική.

Ωστόσο, η μεγάλη μέρα θα έρθει -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- μία βδομάδα αργότερα, στις 14 Μαρτίου, καθώς αναμένεται η πολυπόθητη τελευταία αναβάθμιση της οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s, η οποία αποτελεί το τελευταίο «οχυρό». Υπενθυμίζεται ότι ο αμερικανικός οίκος αξιολογεί την Ελλάδα με «Ba1» και θετικό outlook. Μετά την αναβάθμιση θα βρεθεί στο «Baa3» με σταθερές προοπτικές.

Βασικοί παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας

Η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την εκτίμηση της Morningstar DBRS ότι οι διαρθρωτικοί κίνδυνοι στον τραπεζικό τομέα έχουν μειωθεί, ενώ συνεχίζεται η υπεραπόδοση στους δημοσιονομικούς στόχους.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και βρίσκονται σε καλή θέση για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος Next Generation EU (NGEU). Αυτό αντανακλά:

Μειωμένους διαρθρωτικούς κινδύνους,

Σημαντική μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), που πλέον βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs).

Επιπλέον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον επέτρεψαν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (HFSF) να μειώσει τη συμμετοχή του στις συστημικές τράπεζες, αποδυναμώνοντας τη σύνδεση μεταξύ κράτους και τραπεζικού τομέα.

Η Morningstar DBRS επισημαίνει επίσης ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023, φτάνοντας το 154% στο τέλος του 2024.

Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν, με τα πρωτογενή πλεονάσματα να αυξάνονται και να αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Αυτό αναμένεται να διευκολύνει τη σημαντική περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, με την κυβέρνηση να προβλέπει πτώση κάτω από το 140% του ΑΕΠ έως το 2027.

Η απόφαση αναβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης βασίζεται στις βελτιώσεις στους τομείς “Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα” και “Δημοσιονομική Διαχείριση και Πολιτική”.

Σταθερή προοπτική της αξιολόγησης – Ισορροπία κινδύνων και δυνατοτήτων

Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για την πιστοληπτική αξιολόγηση είναι ισορροπημένοι.

Η αξιολόγηση BBB της Ελλάδας υποστηρίζεται από:

Αξιόπιστο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο, χάρη στη συμμετοχή στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.

Επιτυχή εφαρμογή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, που ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζονται σημαντικά βελτιωμένες, λόγω:

Ενίσχυσης της διακυβέρνησης,

Αυξημένων επενδύσεων,

Δυναμικής εξαγωγών,

Προώθησης μεταρρυθμίσεων.

Αυτοί οι παράγοντες στηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, ενώ η αύξηση των επενδύσεων, υποστηριζόμενη από τους πόρους της ΕΕ, θα μπορούσε να βελτιώσει περαιτέρω το επιχειρηματικό περιβάλλον, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να μειώσει το επενδυτικό χάσμα σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης.

Από το 2021, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, και αυτή η τάση πιθανότατα θα συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια.

Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,2% το 2024, ενώ προβλέπεται ανάπτυξη 2,3% το 2025.

Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, όπως αποδεικνύεται από τη γρήγορη βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, παρά τα πολλαπλά σοκ που έχει υποστεί η οικονομία από το 2020.

Περιορισμοί της πιστοληπτικής αξιολόγησης

Παρά τη θετική εξέλιξη, η αξιολόγηση της Ελλάδας εξακολουθεί να επηρεάζεται αρνητικά από:

Τον υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.

Το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, το οποίο περιορίζει τη δυνατότητα απορρόφησης εξωτερικών σοκ.

Το διαρκές έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Παρά αυτούς τους περιορισμούς, οι διαρθρωτικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί και η σταθερή πολιτική δέσμευση για οικονομική προσαρμογή και μεταρρυθμίσεις, ενισχύουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Παράγοντες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας

Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις αν συμβεί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

Περαιτέρω ουσιαστική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους, υποστηριζόμενη από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα.

Συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Αντίθετα, η Morningstar DBRS θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις σε περίπτωση που συμβεί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

Παρατεταμένη εξασθένηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που οδηγούν τον δείκτη δημόσιου χρέους σε σταθερά ανοδική πορεία.

Αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Σημαντική επιδείνωση της εξωτερικής θέσης της Ελλάδας.

Αιτιολόγηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης

Περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και χαμηλότερη σύνδεση με το κράτος μειώνουν τις διαρθρωτικές ευπάθειες του τραπεζικού τομέα, αναφέρει ειδικότερα στη συνέχεια ο οίκος και επισημαίνει:

Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στην ενίσχυση του ελληνικού τραπεζικού τομέα, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας και των κεφαλαίων, εμφανίζεται πλέον πιο ανθεκτικός σε σχέση με το παρελθόν. Οι πρόσφατες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους δανεισμού, δεν ανέκοψαν τη συνεχιζόμενη μείωση του συνολικού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA), το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε στο 3,3% το τρίτο τρίμηνο του 2024, καταγράφοντας μείωση άνω των 40 ποσοστιαίων μονάδων από την κορύφωσή του το τρίτο τρίμηνο του 2016.

Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων μέσω του Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων «Ηρακλής», το οποίο υποστηρίχθηκε από κρατική εγγύηση. Επιπλέον, η συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη σύγκλιση του δείκτη NPL του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που ανέρχεται περίπου στο 2%.

Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν πλέον ισχυρότερα κεφάλαια, αυξημένη ρευστότητα και βελτιωμένη κερδοφορία, με τη στήριξη της ανόδου του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Η Morningstar DBRS εκτιμά ότι η διαφοροποίηση των εσόδων των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί περαιτέρω στο μέλλον, αντανακλώντας τόσο οργανικές όσο και εξωγενείς στρατηγικές κινήσεις.

Η μειωμένη εξάρτηση του τραπεζικού συστήματος από το κράτος, σε συνδυασμό με την ταχύτερη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενισχύουν την υγεία του τραπεζικού τομέα. Η αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα από ξένους ιδιώτες επενδυτές, χάρη στη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, επέτρεψε στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να μειώσει σχεδόν πλήρως τη συμμετοχή του στις συστημικές τράπεζες.

Επιπλέον, η Morningstar DBRS προβλέπει ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) να εκτιμάται ότι θα μηδενιστούν έως το 2034, αντί του αρχικά προγραμματισμένου 2041.

Οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση της προηγούμενης δεκαετίας. Ωστόσο, το αυξημένο κόστος διαβίωσης και τα υψηλότερα επιτόκια έχουν επιδεινώσει την προσιτότητα της στέγασης. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού ή υπερμοχλεύσεων, και η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι περιορισμένοι αυτή τη στιγμή.

Τα νέα μακροπροληπτικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν ανώτατο όριο στον δείκτη δανείου προς αξία (loan-to-value, LTV) και στον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα (debt service-to-income, DSTI) κατά την έκδοση δανείων, θα τεθούν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025, συμβάλλοντας στη διατήρηση υγιών προτύπων δανεισμού.

Η ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης και η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη

Την τελευταία δεκαετία, η πιστωτική επέκταση ήταν υποτονική, αλλά πρόσφατα παρουσιάζει βελτίωση, ιδιαίτερα στον τομέα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων. Η Morningstar DBRS επισημαίνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τους επιτρέπει να αυξήσουν τη χορήγηση πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας την οικονομική ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής, η χώρα έχει λάβει 9,6 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκ των οποίων μόλις 3,2 δισ. ευρώ έχουν διατεθεί στις επιχειρήσεις. Η εκταμίευση των δανείων της ΕΕ προς τους τελικούς δικαιούχους επιταχύνεται, ενώ υπάρχει η δυνατότητα να συνεχιστεί και μετά τη λήξη του προγράμματος Next Generation EU (NGEU) το 2026.

Παρά την πρόοδο, παραμένει ένα ζήτημα ιδιωτικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που έχουν μεταφερθεί από τους τραπεζικούς ισολογισμούς στην πραγματική οικονομία και πλέον διαχειρίζονται από εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (CSFs). Ωστόσο, η Morningstar DBRS αναμένει σταδιακή μείωση αυτών των NPEs με την πάροδο του χρόνου.

Διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας – Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο ευθυγραμμίζεται με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ

Μετά την πανδημία της COVID-19 και την ενεργειακή κρίση, η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά. Από το υψηλό έλλειμμα του 9,8% του ΑΕΠ το 2020, το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% το 2023. Οι τελευταίες εκτιμήσεις της κυβέρνησης προβλέπουν πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ, ελαφρώς υψηλότερο από το 2,1% το 2023, κυρίως λόγω υψηλότερων των αναμενόμενων φορολογικών εσόδων και χαμηλότερων πρωτογενών δαπανών. Ωστόσο, το πλεόνασμα αυτό θα μπορούσε να ξεπεράσει τις προβλέψεις, οδηγώντας σε δημοσιονομικό ισοζύγιο με μικρό πλεόνασμα το 2024.

Με την υποστήριξη της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και των αυξημένων δημοσιονομικών εσόδων, τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Η κυβέρνηση δεσμεύεται, μέσω του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου (MTP), να διατηρήσει ρυθμό αύξησης καθαρών δαπανών σύμφωνο με τις συστάσεις της ΕΕ, διατηρώντας το δημοσιονομικό ισοζύγιο κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Αυτό αντανακλά τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική.

Στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2025, η Ελλάδα προβλέπει σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες, κυρίως λόγω παραδόσεων στρατιωτικού εξοπλισμού, με τις τρέχουσες αμυντικές δαπάνες να εκτιμώνται περίπου στο 3% του ΑΕΠ. Η Morningstar DBRS αναμένει ότι η διατήρηση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 2,0% του ΑΕΠ ή υψηλότερου για παρατεταμένη περίοδο θα αποτελέσει πρόκληση. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές διαθέτουν ισχυρό ιστορικό ταχείας δημοσιονομικής εξυγίανσης, παρά τις πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών.

Το 2025, η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%, με τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης να αντισταθμίζεται από αυξημένα φορολογικά έσοδα, χάρη στα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Τα πρόσφατα μέτρα, όπως η εισαγωγή του συστήματος ηλεκτρονικών βιβλίων myData, η υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση και η χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), έχουν ενισχύσει τη φορολογική διαφάνεια και τον εντοπισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

Οι τελευταίες ενδείξεις για τα φορολογικά έσοδα είναι ενθαρρυντικές, καθώς δείχνουν αύξηση περίπου 12% το 2024 σε σύγκριση με το 2023. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διατηρηθεί κατά μέσο όρο στο 2,4% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2028. Η διαρκής υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων και η διαρθρωτική βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων δικαιολογούν θετική αναθεώρηση στην αξιολόγηση της Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Πολιτικής.

Κίνδυνοι και προοπτικές για τα δημοσιονομικά μεγέθη

Παρά τη θετική πορεία, οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και συνδέονται με:

Επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερα δημοσιονομικά έσοδα.

Πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, που ενδέχεται να απαιτήσουν πρόσθετα μέτρα στήριξης.

Ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία μπορεί να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις.

Επιπτώσεις από ενδεχόμενες υποχρεώσεις (contingent liabilities).

Από την άλλη πλευρά, η σταθερή βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων, λόγω των κυβερνητικών μέτρων για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το ποσοστό της παραοικονομίας στην Ελλάδα μειώθηκε σημαντικά, από περίπου 30% το 2013 στο 16% το 2021, χάρη στην πρόοδο στον τομέα της ψηφιοποίησης, ενώ περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανές.

Τυχόν πρόσθετες βελτιώσεις θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική ικανότητα της χώρας, συμβάλλοντας στη διατήρηση της σταθερότητας των δημόσιων οικονομικών.

Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη, αλλά ακολουθεί απότομη πτωτική πορεία – Η ευνοϊκή δομή και η προληπτική διαχείριση του χρέους μειώνουν τους κινδύνους

Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, υποστηριζόμενος από υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, μέτριο κόστος τόκων και υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020, πριν μειωθεί σε εκτιμώμενο 154,0% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Επιπλέον, αναμένεται περαιτέρω μείωση μεσοπρόθεσμα.

Η αναταξινόμηση ποσού 12 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) που σχετίζεται με αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) δεν άλλαξε τη σταθερά καθοδική τάση του δημόσιου χρέους, αλλά επηρέασε ελαφρώς το έμμεσο κόστος τόκων της κεντρικής κυβέρνησης, το οποίο αυξήθηκε από 1,3% στο 1,7% μέχρι το τέλος του 2024.

Η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί περαιτέρω στο 149,1% του ΑΕΠ το 2025, σημειώνοντας συνολική πτώση περίπου 60 ποσοστιαίων μονάδων σε μόλις πέντε χρόνια – μία από τις πιο απότομες μειώσεις στη σύγχρονη οικονομική ιστορία.

Παράγοντες που ενισχύουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους

Η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι κίνδυνοι βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους περιορίζονται από διάφορους παράγοντες:

Ευνοϊκή δομή του χρέους

Το 100% του ελληνικού χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια μετά από swaps, γεγονός που περιορίζει την ευπάθεια σε μεταβολές των επιτοκίων.

Μεγάλη μέση διάρκεια αποπληρωμής

Ο σταθμισμένος μέσος όρος διάρκειας του χρέους είναι πολύ υψηλός, περίπου 19 έτη στο τέλος του 2024, μειώνοντας την ανάγκη για συχνές αναχρηματοδοτήσεις.

Περίπου το 74% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα (θεσμικούς δανειστές όπως ο ESM και η ΕΚΤ), καθιστώντας το λιγότερο ευάλωτο στις διακυμάνσεις της αγοράς.

Αποτελεσματική διαχείριση του δημόσιου χρέους

Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους κατάφερε να εφαρμόσει προληπτική στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνου, με αποτέλεσμα να περιορίσει τις επιπτώσεις από την άνοδο των επιτοκίων.

Αυτό μεταφράζεται σε συγκρατημένο κόστος τόκων μεσοπρόθεσμα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Χάρη σε αυτούς τους παράγοντες, το ελληνικό δημόσιο χρέος συνεχίζει να προσελκύει επενδυτικό ενδιαφέρον, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν ευνοϊκές. Η απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων σε σύγκριση με τα γερμανικά Bunds έχει κυμανθεί κατά μέσο όρο γύρω στις 90 μονάδες βάσης τους τελευταίους έξι μήνες, αποδεικνύοντας τη σταθερή εμπιστοσύνη της αγοράς.

Η ελληνική στρατηγική διαχείρισης χρέους μειώνει τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους και ενισχύει τη ρευστότητα

Η δημόσια χρηματοδότηση της Ελλάδας επωφελείται από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους, με πρόωρες αποπληρωμές που έχουν μειώσει το βραχυπρόθεσμο χρέος και έχουν ομαλοποιήσει το προφίλ εξόφλησης.

Από το 2022, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους έχει:

Αποπληρώσει πλήρως τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ύψους 2,3 δισ. ευρώ.

Αποπληρώσει μέρος του Ελληνικού Δανειακού Μηχανισμού (GLF loans), συνολικού ύψους 13,3 δισ. ευρώ.

Σχεδιάζει πρόωρη αποπληρωμή επιπλέον 5,3 δισ. ευρώ GLF δανείων το 2024, γεγονός που θα μειώσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες και θα περιορίσει το κόστος δανεισμού, αξιοποιώντας τη θετική αποτίμηση των παραγώγων στις αγορές.

Παρά τις πρόωρες αποπληρωμές, τα ενισχυμένα δημοσιονομικά έσοδα επιτρέπουν τη διατήρηση υψηλών ταμειακών διαθεσίμων. Ωστόσο, το απόθεμα ρευστότητας αναμένεται να μειωθεί σταδιακά λόγω νέων πρόωρων αποπληρωμών.

Στο τέλος του 2024, τα ταμειακά διαθέσιμα της Ελλάδας ανέρχονται σε 36,3 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ ή περίπου τρία έτη ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών). Αυτό το ισχυρό ταμειακό απόθεμα λειτουργεί ως ασπίδα ρευστότητας, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των αγορών, καθώς μειώνει τους κινδύνους αναχρηματοδότησης και επιτοκίων.

Ο μεγάλος όγκος ταμειακών διαθεσίμων, σε συνδυασμό με τη στρατηγική μείωσης του κόστους τόκων και των κινδύνων αποπληρωμής, στηρίζει τη θετική αναθεώρηση της αξιολόγησης του χρέους και της ρευστότητας από τη Morningstar DBRS.

Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους εξαρτάται κυρίως από τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και από ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Καθώς το κρατικά διακρατούμενο χρέος (επίσημου τομέα) θα αντικατασταθεί σταδιακά από χρηματοδότηση μέσω των αγορών, η Ελλάδα θα βρεθεί περισσότερο εκτεθειμένη στη μεταβλητότητα των αγορών, γεγονός που καθιστά κρίσιμη τη συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να υπεραποδίδει σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης – Κομβικός ο ρόλος του Σχεδίου Ανάκαμψης για βιώσιμη ανάπτυξη

Μετά από ανάπτυξη 2,3% του πραγματικού ΑΕΠ το 2023, η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% το 2024, υποστηριζόμενη από ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων.

Παρά την υψηλή αβεβαιότητα, η Ελλάδα πιθανότατα θα συνεχίσει να ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης το 2024, καθώς η ανάκαμψη στηρίζεται από:

Εισροές ευρωπαϊκών κονδυλίων,

Βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης,

Ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση,

Ενίσχυση του τραπεζικού τομέα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει το 2,3% το 2025 και το 2,0% το 2026.

Η αγορά εργασίας εμφανίζει επίσης σημάδια ανθεκτικότητας, με την ανεργία να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 – σημειώνοντας πτώση άνω των 19 ποσοστιαίων μονάδων από το υψηλό της Ιουλίου 2023. Ωστόσο, παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Η μετάβαση σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης – Ο ρόλος του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0»

Η Ελλάδα συνεχίζει τις προσπάθειες μετάβασης σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, στηριζόμενη στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Greece 2.0).

Οι πολλαπλές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών έχουν ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας, με τις εξαγωγές να αυξάνονται στο 44% του ΑΕΠ το 2023, από 22% το 2010.

Παράλληλα, οι επενδύσεις έχουν αρχίσει να επιταχύνονται τα τελευταία χρόνια.

Το ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ ανήλθε στο 15,2% το 2023, από 12,3% το 2020,

Αναμένεται περαιτέρω αύξηση, λόγω της αξιοποίησης των πόρων του προγράμματος Next Generation EU (NGEU).

Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στην ΕΕ ως προς την απορρόφηση των κονδυλίων.

Έχει ολοκληρώσει 28% των οροσήμων και στόχων,

Έχει λάβει 8,59 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,62 δισ. ευρώ σε δάνεια,

Έχει ήδη ξεπεράσει το 50% του συνολικού πακέτου των 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ).

Η επιτυχής υλοποίηση του RRP (Σχεδίου Ανάκαμψης) θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και δικαιολογεί θετική αναθεώρηση της αξιολόγησης της οικονομικής δομής και απόδοσης από τη Morningstar DBRS.

Κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας

Η ελληνική οικονομία επηρεάζεται από γεωπολιτικούς κινδύνους, όπως:

Προστατευτικά εμπορικά μέτρα που ενδέχεται να επιβραδύνουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Πιθανές αναταράξεις στις εξαγωγικές βιομηχανίες ή αύξηση των τιμών πρώτων υλών λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων.

Δασμοί των ΗΠΑ, που πιθανότατα θα έχουν έμμεσο αντίκτυπο, δεδομένου ότι το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ είναι μικρό.

Ακραία καιρικά φαινόμενα, που καθιστούν την οικονομία ευάλωτη σε κλιματικούς κινδύνους.

Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας μέσω ταχύτερων μεταρρυθμίσεων και αξιοποίησης των εξωτερικών πόρων θα συμβάλει στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας, ακόμη και μετά τη λήξη των ευρωπαϊκών κονδυλίων του NGEU.

Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί αργά, αλλά θα παραμείνει υψηλό μεσοπρόθεσμα

Το διαρκές έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και η αρνητική διεθνής επενδυτική θέση επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της Ελλάδας και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις της. Στο μέλλον, αυτές οι ευπάθειες αναμένεται να μειωθούν, αν και οριακά, καθώς το εμπορικό έλλειμμα θα περιορίζεται σταδιακά, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλά επίπεδα, ενώ το εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί λόγω καθαρών αποπληρωμών του κυβερνητικού χρέους προς τον επίσημο τομέα και ισχυρότερης ονομαστικής ανάπτυξης.

Ωστόσο, η Morningstar DBRS θεωρεί ότι η εξωτερική θέση της Ελλάδας είναι πιο ανθεκτική σε σχέση με το παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει πιο ανοιχτή οικονομία, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από το 2010.

Επιπλέον, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αφού αυξήθηκε προσωρινά πάνω από 10,2% του ΑΕΠ το 2022, μειώθηκε σε περίπου 6,2% το 2023 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε παρόμοιο επίπεδο το 2024.

Το έλλειμμα έχει ωφεληθεί από:

Ομαλοποίηση των τιμών ενέργειας,

Ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, με τα τουριστικά έσοδα να αυξάνονται κατά 19% το 2024 σε σχέση με το 2019.

Μεσοπρόθεσμα, παρά την ανάπτυξη πάνω από το δυνητικό επίπεδο και την υψηλή εισαγωγή επενδυτικών αγαθών, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να συνεχίσει να μειώνεται. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα μειωθεί σε λίγο πάνω από 5% του ΑΕΠ το 2025.

Σύμφωνα με την Morningstar DBRS, οι μελλοντικές βελτιώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα εξαρτηθούν από:

Διαρθρωτική αύξηση της εξαγωγικής ικανότητας,

Αντικατάσταση των εισαγωγών ενέργειας με παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές.

Οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI), που έφτασαν σε υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, καθώς και τα κονδύλια του NGEU, θα συμβάλουν στη μείωση των κινδύνων χρηματοδότησης που σχετίζονται με τα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.

Η αρνητική διεθνής επενδυτική θέση (NIIP) της Ελλάδας, στο 131,8% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2024, παρά τη μείωση άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων από το ανώτατο επίπεδο το δεύτερο τρίμηνο του 2021, παραμένει πολύ υψηλή.

Ωστόσο, η Morningstar DBRS δεν θεωρεί ότι αυτό αποτελεί σοβαρή ανησυχία, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αρνητικής εξωτερικής θέσης οφείλεται στο δημόσιο χρέος προς επίσημους πιστωτές.

Η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή δομή χρέους, καθώς:

Μεγάλο ποσοστό των υποχρεώσεων ανήκει σε Ευρωπαίους εταίρους.

Το χρέος έχει μακρά διάρκεια λήξης και είναι κυρίως εκφρασμένο σε ευρώ και με σταθερά επιτόκια.

Δεν αναμένονται σημαντικές μειώσεις της NIIP σύντομα, λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των επίσημων δανείων προς τον δημόσιο τομέα.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παραμένουν προτεραιότητα, αλλά υπάρχουν κίνδυνοι στην εφαρμογή τους

Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών του 2024, υποδηλώνουν ότι η κυβερνητική στήριξη έχει μειωθεί.

Ωστόσο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, διασφαλίζοντας πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. Αυτό βοηθά την Ελλάδα να επιτυγχάνει τους στόχους του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), ενισχύοντας την ανθεκτικότητα και τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.

Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του Greece 2.0 παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση. Οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώνονται σε:

Βελτίωση του δικαστικού συστήματος,

Αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης,

Ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας,

Μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, για την επίτευξη μακροπρόθεσμων οφελών.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει να δίνει έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας τις υψηλά στην πολιτική ατζέντα. Ωστόσο, καθώς πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές, υπάρχει ο κίνδυνος επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προόδου.

Η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογούν θετική αναθεώρηση της αξιολόγησης του Πολιτικού Περιβάλλοντος από τη Morningstar DBRS.

Οι επόμενες αξιολογήσεις, μέχρι την ολοκλήρωση του 2025, έχουν ως εξής:

18 Απριλίου – Standard and Poor’s («BBB-» με θετικές προοπτικές)

16 Μαΐου – Fitch Ratings («BBB-» με σταθερές προοπτικές)

30 Μαΐου – Scope Ratings («ΒΒΒ» με σταθερές προοπτικές)

5 Σεπτεμβρίου – DBRS

19 Σεπτεμβρίου – Moody’s

17 Οκτωβρίου – S&P

7 Νοεμβρίου – Scope

14 Νοεμβρίου – Fitch