«Οι επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις και κρίσεις εμπιστοσύνης που συνδέονταν με την αδυναμία διατήρησης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας επιδείνωσαν την ύφεση στην Ελλάδα».
Αυτή η διαπίστωση - η οποία κινδυνεύει να επαληθευθεί για ακόμη μια φορά μέσα στην τελευταία επταετία- εμπεριέχεται κατά γράμμα στην έκθεση του άρθρου 4 του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία που θα παρουσιασθεί την προσεχή Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου.
Στην ίδια παράγραφο της αξιολόγησης του προσωπικού του ΔΝΤ για την Ελλάδα τονίζεται πως «οι μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από την εκ νέου επιτάχυνση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων», ενώ ξεκαθαρίζεται πως «ακόμη και με φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις η ανεργία αναμένεται να παραμείνει σε διψήφια ποσοστά μέχρι τα μέσα του αιώνα»!
Στην ίδια ενότητα της έκθεσής του, το ΔΝΤ περιγράφει ξεκάθαρα το τι θεωρεί πως πρέπει να γίνει για να αντιμετωπισθούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, εκτιμά πως πρέπει να αντιμετωπιστεί η «ευάλωτη» δομή των δημόσιων οικονομικών που οφείλεται στις «δυσβάσταχτες» συνταξιοδοτικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Θεωρεί πως πρέπει να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί των τραπεζών και των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Ακόμη, υποστηρίζει πως πρέπει να εξαλειφτούν τα «διάχυτα» διαρθρωτικά εμπόδια στις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Στην ίδια βάση ξεκαθαρίζει πως το «δυσβάσταχτο» βάρος του δημόσιου χρέους πρέπει να ελαφρυνθεί περαιτέρω.
«Αυτά τα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά για να ανοίξει ο δρόμος για μια βιώσιμη ανάκαμψη», ξεκαθαρίζει το προσωπικό του Ταμείου δείχνοντας με σαφήνεια το τι ζητά από Ελλάδα και Ευρωπαίους.
Το ΔΝΤ δεν θεωρεί πως η Ελλάδα αυτή τη στιγμή χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση, δεδομένου ότι εκτιμά πως η χώρα αναμένεται να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στη βάση του δημοσιονομικού πακέτου που νομοθετήθηκε το 2015-2016.
«Το πλεόνασμα του επιπέδου αυτού θεωρείται εφικτό υπό την οπτική του ιστορικού των δημοσιονομικών επιδόσεων της Ελλάδας και με δεδομένο επίσης ότι η ανεργία θα παραμείνει υψηλή για δεκαετίες», ξεκαθαρίζει η έκθεση και αποσαφηνίζει πως «σε περίπτωση που η Ελλάδα επιλέξει να στοχεύσει σε ένα υψηλότερο πλεόνασμα σε μέσα επίπεδα αυτό θα πρέπει να υποστηρίζεται από αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν όταν το παραγωγικό κενό κλείσει, για να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομική ανάκαμψη».