Τα θετικά στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Απρίλιο φαίνεται ότι «κλειδώνουν» τη μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν το διοικητικό συμβούλιό της συνεδριάσει στις 6 Ιουνίου για τη νομισματική πολιτική. Στην ίδια κατεύθυνση συνηγορούν και τα στοιχεία για αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,3% στο α' τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το δ΄ τρίμηνο του 2023, τα οποία, αν και καλύτερα του αναμενόμενου, επιβεβαίωσαν την ασθενή δυναμική της οικονομίας της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, o γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε 2,4% σε ετήσια βάση τον περασμένο μήνα, όσο δηλαδή είχε αυξηθεί και τον Μάρτιο, παραμένοντας κοντά στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό. Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρείται ότι οι αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών, οι οποίες επηρεάζονται περισσότερο από τις αυξήσεις μισθών καθώς αποτελούν το βασικό κόστος για τις επιχειρήσεις του κλάδου, μειώθηκαν στο 3,7% από το 4% που είχαν «κολλήσει» τους πέντε προηγούμενους μήνες. Η αποκλιμάκωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί στο 2,7% από 2,9% τον Μάρτιο ο δομικός πληθωρισμός, ένας δείκτης που δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων και για τον λόγο αυτό θεωρείται ότι αντανακλά καλύτερα τη δυναμική του πληθωρισμού.
Η ΕΚΤ είχε από καιρό επισημάνει την ανησυχία της για την εξέλιξη των τιμών των υπηρεσιών και έτσι το γεγονός ότι αυτές αποκλιμακώθηκαν ενίσχυσε την πεποίθηση των στελεχών της ότι θα επιτευχθεί ο στόχος της για τον πληθωρισμό, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για τη μείωση των επιτοκίων. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Φίλιπ Λέιν, ο οποίος είναι και αυτός που κάνει τις εισηγήσεις στο διοικητικό συμβούλιο για τα επιτόκια, αναφέρθηκε ξεκάθαρα σε αυτό σε συνέντευξη που έδωσε στις αρχές της εβδομάδας. Ερωτηθείς, αν τα επιτόκια θα μειωθούν τον Ιούνιο ή αν υπάρχει περιθώριο κάποιας έκπληξης, με την έννοια να μη μειωθούν αυτά, ο Λέιν άφησε να εννοηθεί ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει τον επόμενο μήνα στην πρώτη μετά από πολλά χρόνια μείωση των επιτοκίων εκτός αν υπάρξει κάποια θεαματική αντιστροφή στην πορεία του πληθωρισμού τον Ιούνιο.
«Αυτό που είπαμε τον Απρίλιο ήταν ουσιαστικά ότι αν βελτιωνόταν το επίπεδο εμπιστοσύνης μας στη συνολική επάνοδο του πληθωρισμού στον στόχο μας, θα ήταν ενδεδειγμένο να μειώσουμε το τρέχον επίπεδο των επιτοκίων», είπε, προσθέτοντας: «Υπάρχουν κάποιες εβδομάδες ακόμη έως τη σύνοδο του Ιουνίου, αλλά τα στοιχεία του Απριλίου είναι σημαντικά. Τόσο η πρώτη εκτίμηση για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης όσο και τα στοιχεία για το ΑΕΠ στο α' τρίμηνο βελτιώνουν την εμπιστοσύνη μου ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει έγκαιρα στον στόχο. Επομένως, σήμερα, το προσωπικό μου επίπεδο εμπιστοσύνης είναι βελτιωμένο σε σύγκριση με τη συνεδρίασή μας του Απριλίου. Φυσικά, όμως, θα έχουμε περισσότερα στοιχεία από τώρα έως τον Ιούνιο».
Εξηγώντας περισσότερο τη σκέψη του, ο Λέιν είπε ότι «τα στοιχεία της περασμένης εβδομάδας (σ.σ.: για τον πληθωρισμό και το ΑΕΠ) αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος της πληροφόρησης που περιμέναμε να δούμε. Θα έχουμε, ωστόσο, στοιχεία για τον πληθωρισμό για έναν ακόμη μήνα (τον Μάιο), όταν θα συνεδριάσουμε τον Ιούνιο. Και θα έχουμε επίσης περισσότερες πληροφορίες για τη δυναμική των μισθών. Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε υπερβολικά κατηγορηματικές δηλώσεις. Ας δούμε τα νέα στοιχεία αυτών των εβδομάδων».
Ο Λέιν ξεκαθάρισε ότι από τη στιγμή που φαίνεται ότι η μάχη κατά του πληθωρισμού έχει κριθεί, δεν πρέπει να καθυστερήσει η μείωση των επιτοκίων καθώς το υψηλό επίπεδό του - στο 4,5% για τις χορηγήσεις δανείων από την ΕΚΤ και στο 4% για την αποδοχή καταθέσεων από αυτή - έχει προφανή αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και επομένως στην ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Για τον ίδιο λόγο, της στήριξης δηλαδή της παραπαίουσας οικονομίας της, η σουηδική κεντρική τράπεζα Riksbank προχώρησε σε μείωση του βασικού επιτοκίου της στο 3,75% από το 4% την περασμένη εβδομάδα και προανήγγειλε την πιθανότητα δύο ακόμη μειώσεων του στο β' εξάμηνο του έτους. Η Σουηδία ήταν η δεύτερη αναπτυγμένη οικονομία, μετά την Ελβετία, που προχώρησε σε μείωση των επιτοκίων της, πριν από μία αντίστοιχη κίνηση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed), η οποία μπορεί να καθυστερήσει καθώς η πτωτική πορεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ ανακόπηκε τους περασμένους μήνες εν μέσω συνθηκών σημαντικής ανάπτυξης της οικονομίας της. «Ο πληθωρισμός πλησιάζει τον στόχο, ενώ η οικονομική δραστηριότητα είναι αδύναμη. Η Riksbank μπορεί επομένως να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η κεντρική τράπεζα.
Επίσης, η Τράπεζα της Αγγλίας κράτησε μεν σταθερό το βασικό της επιτόκιο στο 5,25% την Πέμπτη, αλλά κινήθηκε πιο κοντά προς τη μείωσή του, με τον διοικητή της, Αντριου Μπέιλι, να θεωρεί ότι μπορεί να υπάρξουν εφέτος περισσότερες μειώσεις του από τις δύο που προεξοφλεί η αγορά.
Ενδιαφέρον έχει και η θέση του Λέιν ότι αν η Fed διατηρήσει για μεγαλύτερο διάστημα υψηλά τα επιτόκιά της, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να αποτρέψει περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ μετά το καλοκαίρι. «Η αμερικανική οικονομία και τα αμερικανικά επιτόκια επηρεάζουν την Ευρωζώνη με διαφορετικούς τρόπους και ουσιαστικά αυτοί οι διαφορετικοί μηχανισμοί έχουν δράση προς αντίθετες κατευθύνσεις. Ορισμένου κοιτάζουν την πιθανότητα μίας υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου (σ.σ.: αν η ΕΚΤ μειώνει τα επιτόκια ενώ η Fed τα διατηρεί σταθερά). Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, αν η αγορά αμερικανικών ομολόγων προσφέρει υψηλές αποδόσεις, αυτό θα ασκήσει ανοδική πίεσης και στις αποδόσεις των ομολόγων στην Ευρώπη, κάτι που βασικά θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα (στον πληθωρισμό) από αυτό της υποχώρησης του ευρώ».