Ολομέτωπη επίθεση στη φοροδιαφυγή και στο «μαύρο χρήμα» εξαπολύουν το 2024 κυβέρνηση και ΑΑΔΕ, βάζοντας στο στόχαστρο όχι μόνο τους ελεύθερους επαγγελματίες και το λαθρεμπόριο, αλλά και κάθε «ύποπτη» κίνηση χρημάτων που «χτυπάει συναγερμό».
Με απώτερο στόχο την αποκάλυψη και είσπραξη 3 δισ. ευρώ σε μια τριετία από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ώστε να κατευθυνθούν σε Υγεία, Παιδεία, κοινωνική προστασία και φορολοελαφρύνσεις, από 1.1.2024 η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων αποκτά άμεση πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή άλλες μορφές συναλλαγών και επενδύσεων, ολοκληρώνοντας έτσι τον «κλοιό» των 10+1 ελεγκτικών μέτρων που καθιερώνει το υπό διαβούλευση φορολογικό νομοσχέδιο.
Με απόφαση Πιτσιλή, από το νέο έτος ενεργοποιείται το σύστημα «Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας» που θα δίνει αμέσως πληροφορίες στην φορολογική διοίκηση, ώστε να προχωρά σε άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου των ελεγχόμενων.
Πληκτρολογώντας το ΑΦΜ κάθε ελεγχόμενου, οι μονάδες ελέγχου της ΑΑΔΕ θα βλέπουν μέσα σε ελάχιστες μέρες ή ώρες την πλήρη εικόνα των τραπεζικών κινήσεών του. Και συγκεκριμένα:
- Τρεχούμενους λογαριασμός πρώτης ζήτησης
- Προθεσμιακούς λογαριασμούς
- Λογαριασμούς χορηγήσεων
- Επενδυτικούς λογαριασμούς με παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos κ.λπ.
- Πιστωτικές Κάρτες
- Τραπεζικές Θυρίδες
- Λογαριασμούς Πληρωμών
- Προπληρωμένες κάρτες (prepaid)
- Ηλεκτρονικά πορτοφόλια (e-wallets)
Τι είναι το BANCAPP
Το Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας («Bank Account Nexus Crosscheck APPplication» - BANCAPP) θα επιτρέπει την αυτοματοποιημένη διαβίβαση των αιτημάτων άρσης χρηματοπιστωτικού απορρήτου, που αποστέλλονται από την ΑΑΔΕ.
Σύμφωνα με την απόφαση Πιτσιλή, στόχος του συστήματος είναι «η ταχεία λήψη και επεξεργασία στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν σε ελεγχόμενα πρόσωπα, κατά τρόπο τυποποιημένο και ενιαίο, προκειμένου να καταστεί ταχύτερος και αποδοτικότερος ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης και αποτελεσματικότερη η φορολογική ελεγκτική διαδικασία, με τελικό σκοπό την περιστολή της φοροδιαφυγής, την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος και την εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης».
Τα αιτήματα άρσης αφορούν σε κάθε στοιχείο και πληροφορία για φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων έναντι των αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου.
Στο αίτημα θα ορίζεται και το ημερολογιακό διάστημα ελέγχου (από- έως). Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται, δύναται να ανατρέχουν στην τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών.
Υπόχρεα για διαβίβαση δεδομένων ορίζονται όχι μόνο τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αλλά και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών, τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση, εφόσον τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κάθε αίτημα πρέπει να απαντηθεί το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών, με εξαίρεση στις περιπτώσεις που το αίτημα καταλαμβάνει ελεγχόμενο διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών οπότε και η αποστολή των αιτούμενων αρχείων διενεργείται εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών.
Για την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας, όλα τα φορολογικά ή/και χρηματοοικονομικά δεδομένα που ανταλλάσσονται κρυπτογραφούνται μέσω διαδικασιών ασύμμετρης κρυπτογράφησης.
Ωστόσο ορίζεται ότι, αν τυχόν κατά τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης πρόσβασης στο Σύστημα BANCAPP από τις αρχές, υπηρεσίες ή φορείς του Δημοσίου, ανακτηθούν στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν διαφορετικά πρόσωπα από αυτά που περιλαμβάνονται στο αίτημά τους, «αυτό δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού και τραπεζικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων».
Σε τέτοια περίπτωση πάντως, «οι αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου υποχρεούνται να καταστρέφουν αμελλητί τα στοιχεία αυτά, κατά τρόπο οριστικό και μη αναστρέψιμο και να ενημερώσουν τον Υπεύθυνο Τεχνικό Διαχειριστή» για να διαγράψει τα σχετικά δεδομένα από το Σύστημα.
Ως ημερομηνία έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας του Συστήματος και ένταξης των υπόχρεων στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα έχει οριστεί η 1η Ιανουαρίου 2024. Αν όμως κάποια υπόχρεα ιδρύματα δεν έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία ένταξης μέχρι την ως άνω οριζόμενη ημερομηνία, δύνανται να υποβάλουν αίτημα παράτασης της προθεσμίας ένταξης στην παραγωγική λειτουργία του Σύστημα, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2024, αναφέροντας αναλυτικά τους λόγους αδυναμίας διαλειτουργικότητας των Πληροφοριακών τους Συστημάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΑΑΔΕ θέτει σε λειτουργία το νέο Σύστημα στο πλαίσιο εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας αλλά και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Σε κάθε περίπτωση, πριν την υποβολή αιτήματος άρσης από τις ελεγκτικές αρχές θα πρέπει να έχουν προηγηθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες έγκρισης της άρσης του τραπεζικού απορρήτου που προβλέπονται.