Λιγότερο από 80 ημέρες έχουν στη διάθεση τους όσοι θέλουν να πωλήσουν σπίτια, κτίσματα, οικόπεδα ή αγροτεμάχια για να αποφύγουν το φόρο υπεραξίας, καθώς από την 1η Ιανουαρίου 2017 ο εν λόγω φόρος θα επιβληθεί κανονικά λειτουργώντας ως παγίδα υπερφορολόγησης.

Η εφαρμογή των διατάξεων για την επιβολή του φόρου υπεραξίας ακινήτων ανεστάλη το Δεκέμβριο του 2014 για δύο χρόνια, για το 2015 και το 2016, με νομοθετική ρύθμιση. Ο λόγος ήταν ότι η επιβολή του φόρου απέτυχε εξαιτίας της απίστευτης πολυπλοκότητας των διαδικασιών εφαρμογής του.

Τους μήνες που μεσολάβησαν πολλά εμπόδια αντιμετωπίστηκαν, όμως εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα πολυπλοκότητας και γραφειοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύφθηκαν και πολλές παγίδες υπερφορολόγησης για όσους επιθυμούσαν να πωλήσουν ακίνητα.

Η περίοδος αναστολής της εφαρμογής του φόρου υπεραξίας ακινήτων λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2016 χωρίς να έχει εκδηλωθεί από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών καμία διάθεση διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς για την παράταση της αναστολής. Όλα δείχνουν δε πως ο φόρος υπεραξίας ακινήτων θα επανέλθει σε ισχύ από την 1η-1-2017.

Ο φόρος επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του η υπεραξία είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ. Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.

Η τελική υπεραξία επί της οποίας υπολογίζεται ο φόρος προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26, βλ. σχετικό πίνακα). Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 οι συντελεστές απομείωσης περιορίζονται, καθώς πολλαπλασιάζονται με 0,8.

Ο υπολογισμός του φόρου υπεραξίας κρύβει πολλές παγίδες. Ενδεικτικά, όπως προκύπτει από την εγκύκλιο που εκδόθηκε από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων προ 24μηνου σε περίπτωση πώλησης οικοπέδου ή αγροτεμαχίου το οποίο εντάχθηκε στα όρια οικισμού αρκετό χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία απόκτησής του από τον πωλητή, ως χρόνος κτήσης δεν θεωρείται η ημερομηνία στην οποία πραγματικά αποκτήθηκε το ακίνητο αλλά ο χρόνος ένταξης του ακινήτου στα όρια του οικισμού.

Με την πρόβλεψη αυτή μειώνεται ο χρόνος που εμφανίζεται να έχει μεσολαβήσει μεταξύ κτήσης και πώλησης του ακινήτου και η φορολογητέα υπεραξία αυξάνεται (πλασματικά), με αποτέλεσμα ο πωλητής να υπερφορολογείται.

Από το εν λόγω παράδειγμα προκύπτει πως ακόμη και σε περίπτωση που ο πραγματικός χρόνος κτήσης είναι πριν την 1η-1-1995, αλλά ο χρόνος ένταξης στα όρια του οικισμού είναι μετά την ημερομηνία αυτή, ως χρόνος κτήσης λαμβάνεται η ημερομηνία ένταξης στα όρια του οικισμού με συνέπεια να μην ισχύει για τον πωλητή η απαλλαγή που προβλέπεται σε περίπτωση κτήσης του ακινήτου πριν την 1η-1-1995.