Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, καταλογίζει στο ΥΠΟΙΚ υπεβολική χρήση των φόρων και μάλιστα των έμμεσων για να «κουμπώσουν» οι στόχοι του Μνημονίου, καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και στα «κόκκινα» δάνεια, άτολμες παρεμβάσεις στις δαπάνες ακόμα και όσον αφορά στη στήριξη των πιο αδύναμων.

«Η συντριπτική υπεροχή της στάθμισης των παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με τις συνολικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις, δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, επιτείνοντας την ύφεση ή περιορίζοντας τις προοπτικές ανάκαμψής της.

Το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψη», σημειώνει στην Έκθεση του, τονίζοντας ότι για να μπορέσει η δημοσιονομική πολιτική να συμβάλει στην έξοδο από το τούνελ της ύφεσης, θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και σ’ αυτό- όπως υπογραμμίζει- σύμμαχος θα είναι το ΔΝΤ.

Ειδικά όσον αφορά στη συνταγή της αύξησης των φόρων, το Γραφείο παρατηρεί ότι το 2016 η αναλογία των νέων παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με αυτών στις δαπάνες ήταν 0,75, ενώ το 2017 η αναλογία αυτή αυξήθηκε στο 15,9 κι αυτό σημαίνει ότι σωρευτικά στη διετία 2016-2017 ο λόγος εσόδων προς δαπάνες διαμορφώνεται στο 3,17!

Το χειρότερο όλων είναι η αναλογία άμεσων- έμμεσων φόρων. Όπως παρατηρείται εύστοχα, ο λόγος τους αποτελεί ένδειξη της πρόθεσης της δημοσιονομικής πολιτικής να ενισχύσει την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό σημαίνει ότι όσο μικρότερος είναι ο λόγος τόσο πιο κοινωνικά δίκαιη είναι η φορολογία. Τι προκύπτει, όμως, από τα στοιχεία του Προϋπολογισμού; Ο λόγος των έμμεσων προς άμεσους φόρους ενώ μειωνόταν συνεχώς μετά το 2010 (1,53), το 2015 αυξήθηκε (σε 1,19 από 1,15 το 2014) και το 2016 εκτιμάται ότι επίσης θα αυξηθεί περαιτέρω (1,21), ενώ το 2017 προβλέπεται σημαντική αύξησή του σε 1,3., άρα η λογική του «οι έχοντες πληρώνουν περισσότερα» πάει… περίπατο.

Αιχμηρή είναι η κριτική και όσον αφορά στη στόχευση των δαπανών και δη των κοινωνικών δαπανών. Αν και έχει προβλεφθεί ένα κονδύλι 871 εκατ. ευρώ, δεν θα πρέπει να αγνοήσει κανείς αφενός τις περικοπές σε ΕΚΑΣ και συντάξεις, αφετέρου την αδυναμία διάχυσης αυτών των δαπανών. Είναι ενδεικτικό ότι χώρες με πολύ χαμηλότερο ποσοστό δαπανών στο ΑΕΠ έχουν πολύ καλύτερες οικονομικές επιδόσεις (και ποιότητα υπηρεσιών) από την Ελλάδα, πράγμα που υποδεικνύει έστω έμμεσα, ότι υπάρχουν περιθώρια για βελτιώσεις στην Ελλάδα με παρόμοια στόχευση.

Το… κερασάκι στην τούρτα είναι η επιφύλαξη που διατυπώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού, μετά και από το νόμο Κατρούγκαλου. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, ελάχιστα θα μειωθούν οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία ως % ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια και γενικά, η δαπάνη για συντάξεις ως % ΑΕΠ είναι πολύ υψηλότερη από τον μέσον όρο του ΟΟΣΑ!