Τη δυσοίωνη εκτίμηση ότι η ελληνική κρίση θα «φουντώσει» ξανά εκφράζει αρθρογράφος του Guardian. Ο οικονομικός συντάκτης της βρετανικής εφημερίδας, Λάρι Ελιοτ, κάνει λόγο για τρία προβλήματα της συμφωνίας που επετεύχθη το περασμένο καλοκαίρι, τονίζοντας ότι τα δύο έχουν ήδη επαληθευτεί.

Και εκτιμά ότι το θέμα δεν είναι αν η ελληνική κρίση θα φουντώσει ξανά, αλλά το πότε θα γίνει αυτό, θεωρώντας ότι αυτό θα συμβεί πριν από τις γερμανικές εκλογές.

Κάνοντας αναφορά στο περασμένο καλοκαίρι, όταν υπήρχαν φόβοι κατακερματισμού της ευρωζώνης, ο Ελιοτ προσθέτει ότι αυτή η απειλή απομακρύνθηκε με μία συμφωνία που περιελάμβανε μία «εξευτελιστική υποχώρηση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ», με την Ελλάδα να παίρνει χρήματα, αλλά με σκληρούς όρους.

Η συμφωνία αυτή για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα είχε τρία προφανή προβλήματα, γράφει ο Ελιοτ.

Πρώτον η νέα δόση λιτότητας που θα έκανε πιο δύσκολη την προσπάθεια της Ελλάδας να βγει από την ύφεση, δεύτερον οι μη ρεαλιστικές εκτιμήσεις των δανειστών για την ανάπτυξη και τη μείωση του ελλείμματος και τον τρίτο ότι αργά ή γρήγορα η ελληνική κρίση θα φουντώσει και πάλι. «Το θέμα ήταν το πότε και όχι το αν θα γίνει αυτό», προσθέτει.

Ο Βρετανός αρθρογράφος σημειώνει ότι δεν υπήρχαν μόνο άσχημα νέα τους τελευταίους 12 μήνες, καθώς δεν επαληθεύτηκαν οι φόβοι ότι τα ελληνικά ομόλογα θα «πετούσαν» στα ύψη μετά από την απόφαση υπέρ του Brexit, τα capital controls χαλάρωσαν και ξεκίνησε συζήτηση ότι το επόμενο καλοκαίρι θα μπορούσε να είναι πιθανό για την ελληνική κυβέρνηση να αντλήσει χρήματα από τις αγορές πουλώντας κρατικά ομόλογα, εξηγεί.

Ομως, συνεχίζει το δημοσίευμα, οι δύο πρώτες προβλέψεις επαληθεύτηκαν. Παρά την πενταετή ύφεση, οι δανειστές θεώρησαν ότι θα ήταν καλή ιδέα οι περαιτέρω περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων. «Το αποτέλεσμα ήταν θλιβερά προβλέψιμο. Η οικονομία συνέχισε να συρρικνώνεται. Η ελληνική παραγωγή ήταν 1,4% χαμηλότερη τους τρεις πρώτους μήνες του 2016 σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Η καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 1,3%. Ούτε υπάρχει προοπτική για καλύτερες ημέρες, με την εμπιστοσύνη στο έσχατο σημείο. Η Ελλάδα παραμένει σε βαθιά ύφεση», γράφει ο Ελιοτ.

Η αέναα αδύναμη ανάπτυξη επιδεινώθηκε από τις προσπάθειες αντιμετώπισης του χρόνιου προβλήματος χρέους. Τον Μάιο του 2010 όταν η Κομισιόν, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ σχεδίασαν το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα, θεώρησαν ότι μία γρήγορη ανάκαμψη και αυστηρότεροι έλεγχοι του προϋπολογισμού θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του ποσοστού του χρέους επί του ΑΕΠ. Αυτές οι εκτιμήσεις αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες.

Και καθώς η Ελλάδα βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην ύφεση, το ποσοστό του χρέους συνέχισε να αυξάνεται και αυτή τη στιγμή είναι στο 180% του ΑΕΠ, αναφέρει το δημοσίευμα.

«Δυστυχώς, δεν πήραν το μάθημά τους. Το πρόγραμμα του 2015 προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Το ΔΝΤ, που έχει τώρα μία πιο ρεαλιστική εκτίμηση για την Ελλάδα σε σύγκριση με την Κομισιόν ή την ΕΚΤ, λέει ότι λίγες χώρες έχουν καταφέρει να πετύχουν τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα και ότι η Ελλάδα θα το καταφέρει μόνο με περαιτέρω περικοπές σε μισθούς και συντάξεις.

Επίσης, το ΔΝΤ πιστεύει ότι δεν είναι πλέον υποστηρίξιμο να φαντάζεται ότι η Ελλάδα μπορεί από μία χώρα με τους πιο αδύναμους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της ευρωζώνης να γίνει σε μία με τους υψηλότερους», τονίζει ο Ελιοτ.

Το ΔΝΤ τονίζει ότι χωρίς ελάφρυνση, το χρέος θα φτάσει στο 250% του ΑΕΠ μέχρι το 2050. Η Γερμανία θα προτιμούσε να καθυστερήσουν αυτές οι συζητήσεις μέχρι τις εκλογές της, το επόμενο φθινόπωρο. Ομως, η Ελλάδα θα έχει επιστρέψει στα πρωτοσέλιδα πριν από αυτές, καταλήγει το άρθρο.