Τη στιγμή που η «λυπητερή» για τον ΕΝΦΙΑ είναι έτοιμη να πάρει τη θέση της στις ιστοσελίδες του υπουργείου Οικονομικών, ώστε να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο η καταβολή των δόσεων, ένα νέο «μπαράζ» δικαστικών προσφυγών βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς τη συνταγματικότητα της λίαν επιβαρημένης φορολογίας της ακίνητης περιουσίας αμφισβητούν πολλοί, από καθημερινούς θιγόμενους πολίτες μέχρι εταιρείες, εκκλησίες, Μονές.

Σύμφωνα με το «Έθνος», στο νέο γύρο των αλλεπάλληλων προσφυγών που έχουν ομαδικό χαρακτήρα, χιλιάδες φορολογούμενοι, επικαλούμενοι τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα «περί αδικαιολόγητου πλουτισμού», καταλογίζουν στο Δημόσιο ότι επιβαρύνοντάς τους επί χρόνια με τις «φουσκωμένες» αντικειμενικές αξίες του 2007 (που θεωρούνται υπερδιπλάσιες των πραγματικών εμπορικών αξιών), «τέλεσε αδικοπραξία» σε βάρος τους και γι’ αυτό οφείλει να τους αποζημιώσει, επιστρέφοντάς τους τουλάχιστον τα ποσά της τελευταίας 3ετίας, αφού για το απώτερο παρελθόν έχει σίγουρα επέλθει παραγραφή.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το φορολογικό τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη δικάσει σε μείζονα σύνθεση και σε «πιλοτικές δίκες» τις πρώτες προσφυγές που έθεσαν θέμα αντισυνταγματικότητας του νέου τρόπου υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ (χωρίς δηλαδή να προηγηθεί μελετημένη περικοπή των αντικειμενικών αξιών, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής), και όλα δείχνουν ότι οι σχετικές υποθέσεις θα καταλήξουν σύντομα στην Ολομέλεια του ΣτΕ, καθώς «τρίζουν» -όπως φαίνεται- οι σχετικές φορολογικές επιβαρύνσεις.

Ταυτόχρονα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης «πονοκεφαλιάζει» με τις εξελίξεις, καθώς γνωρίζει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εισπράξει, τουλάχιστον τα προϋπολογισθέντα 2,65 δισ. ευρώ από τον ΕΝΦΙΑ, ελπίζοντας ότι θα καθυστερήσει αρκετά η έκδοση των τελικών δικαστικών αποφάσεων που μπορεί να δημιουργήσουν ζητήματα, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η πληρωμή των σχετικών δόσεων, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει στη γνωστή «συνταγή» των «ισοδύναμων μέτρων»…

Ανησυχητικό για τους αρμόδιους οικονομικούς παράγοντες είναι πάντως το γεγονός ότι διευρύνεται συνεχώς ο κύκλος των φορολογουμένων που επιλέγουν να αντιδράσουν και μέσω της δικαστικής οδού.

Κι αυτό γιατί γνωρίζουν πλέον οι πολίτες (όπως βέβαια και οι συνήγοροί τους) ότι αν θέλουν να επωφεληθούν στην πράξη από την τυχόν κήρυξη διατάξεων ως αντισυνταγματικών, θα πρέπει να είναι μεταξύ όσων μπήκαν στην περιπέτεια να προσφύγουν στα δικαστήρια, λόγω της νομολογίας που χάραξαν τα τελευταία χρόνια τα ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο).

Κατά τη νομολογία αυτή, προκειμένου να αποτραπεί ένα δημοσιονομικό σοκ από τη διαπίστωση ότι είναι αντισυνταγματικές, διατάξεις ιδιαίτερα σημαντικές από οικονομική σκοπιά (όπως οι περικοπές μισθών και συντάξεων μεγάλων κατηγοριών πολιτών), τα ανώτατα δικαστήρια δέχονται πλέον ότι δεν μπορούν να επωφεληθούν αναδρομικά από την αντισυνταγματικότητα όσοι δεν προσέφυγαν στα δικαστήρια, αλλά μόνο εκείνοι που είχαν την πρόνοια (και πήραν το «ρίσκο») να ζητήσουν τη συνδρομή της δικαιοσύνης, και οι οποίοι μπορούν να αξιώσουν επιστροφή χρημάτων ή καταβολή αναδρομικών, εφόσον δικαιώθηκαν στον δικαστικό τους αγώνα.

Βέβαια η διαπίστωση αυτή οδηγεί νομοτελειακά σε πολλαπλασιασμό των σχετικών προσφυγών στη δικαιοσύνη (με την απειλή νέων οξέων «εμφραγμάτων»), αλλά και σε αύξηση των σχετικών «πιλοτικών δικών» για να δοθεί η «κατευθυντήρια γραμμή» και στα υπόλοιπα δικαστήρια.

Παράλληλα σημαίνει και αύξηση των «ενδικοφανών προσφυγών», που είναι υποχρεωμένοι να ασκούν προηγουμένως οι πολίτες στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του κράτους, μια διαδικασία που έχει αποτύχει πλήρως, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων αυτών οι σχετικές αιτήσεις-ενστάσεις απορρίπτονται σιωπηρά, απλά με την παρέλευση του προβλεπόμενου χρόνου, με αποτέλεσμα ο φορολογούμενος να έχει χάσει πολύτιμο χρόνο και επιπλέον χρήματα, αφού τη διαμάχη του με το Δημόσιο θα τη λύσει τελικά η δικαιοσύνη.

Στον νέο κύκλο προσφυγών τονίζεται ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι αντισυνταγματικός, γιατί στηρίζεται στις διογκωμένες αντικειμενικές αξίες, χωρίς να προηγηθεί καμία συμμόρφωση προς όσα επέδειξαν οι αποφάσεις-τελεσίγραφα της Ολομέλειας ΣτΕ, που χτύπησαν το «καμπανάκι» για τον τρόπο προσδιορισμού τους, αξιοποιώντας τις επίσημες εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που αποκάλυψαν τη μεγάλη πτώση των αγοραίων-εμπορικών αξιών των ακινήτων, σε ύψος υποπολλαπλάσιο των αντικειμενικών.

Επίσης η επίκληση της αντισυνταγματικότητας στηρίζεται στο γεγονός ότι ο ΕΝΦΙΑ ενσωμάτωσε το «χαράτσι της ΔΕΗ» (το ΕΕΤΗΔΕ, που μετονομάστηκε έπειτα από μία διετία σε ΕΕΤΑ) και το οποίο κρίθηκε από τις Ολομέλειες του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου συνταγματικό, επειδή είχε έκτακτο μόνο χαρακτήρα (διετή), ενώ αφέθηκε να εννοηθεί ότι τυχόν επέκτασή του (πόσω μάλλον η μονιμοποίησή του) θα δημιουργήσει συνταγματικά αδιέξοδα.

Στην ίδια λογική βάση, ο φόρος επικρίνεται ως αντίθετος στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κ.λπ., αφού δεν συνεκτιμά καθόλου το εάν ο φορολογούμενος διαθέτει φοροδοτική ικανότητα για να ανταποκριθεί στην πληρωμή, με συνέπεια να απειλείται και με δήμευση της περιουσίας του ή με εξαναγκασμό εκποίησής της σε περίοδο απολύτως απρόσφορη και ακατάλληλη.

Επισημαίνεται, παράλληλα, ότι η πρακτική που ακολούθησε το κράτος επί χρόνια, παραπλανώντας τους πολίτες με επιπλέον φόρους από τους πραγματικά οφειλόμενους, (λόγω των «φουσκωμένων» αντικειμενικών αξιών), παραβίασε τις συνταγματικές διατάξεις και διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν την περιουσία, αλλά και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπουν ένα κράτος δικαίου.