Απροστάτευτες παραμένουν οι επιχειρήσεις αν ψηφιστεί ως έχει το νομοσχέδιο αναμόρφωσης του πτωχευτικού δικαίου, το οποίο δόθηκε την περασμένη εβδομάδα προς δημόσια διαβούλευση.
Με στόχο την επιτάχυνση της διαδικασίας πτώχευσης, ο νομοθέτης επιλέγει να μη διατηρήσει σε ισχύ το γνωστό άρθρο 99, το οποίο διασφαλίζει την προστασία μιας υπερχρεωμένης εταιρείας έναντι των πιστωτών της για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με στόχο να βρεθεί στο ενδιάμεσο μια λύση εξυγίανσης που θα διασφαλίζει τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Πρόκειται για μια κρίσιμη παράμετρο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις συζητήσεις μεταξύ τραπεζών και υπερχρεωμένων πελατών τους, στο πλαίσιο της εξωδικαστικής διαδικασίας, που επίσης θα θεσμοθετηθεί τις επόμενες εβδομάδες.
Και αυτό διότι χωρίς την προαναφερθείσα κάλυψη η επιχείρηση ανά πάσα στιγμή μπορεί να οδηγηθεί σε λουκέτο, από ενδεχόμενες κατασχέσεις κινητής και ακίνητης περιουσίας της από προμηθευτές στους οποίους υπάρχουν οφειλές.
Κατά τους τραπεζικούς, θα πρέπει να υπάρξει μια ρύθμιση για να διασφαλιστεί ότι οι διαπραγματεύσεις με δανειολήπτες που δυνητικά θα μπορούσαν να σωθούν δεν θα διακόπτονται απότομα από διεκδικήσεις λοιπών πιστωτών τους, ενώ εώς την υπογραφή μιας συμφωνίας εξυγίανσης είναι επιβεβλημένο να υφίσταται ένα προστατευτικό πλαίσιο, ώστε οι διαβουλεύσεις με τις τράπεζες να ολοκληρώνονται χωρίς απρόοπτα γεγονότα που θα έθεταν σε κίνδυνο το όλο εγχείρημα.
Εκτός από το πτωχευτικό πλαίσιο, οι τράπεζες αναμένουν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με την τρόικα για τη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, το νομοσχέδιο για τον οποίο θα πρέπει να περάσει από το ελληνικό Κοινοβούλιο ως και τα τέλη αυτού του μήνα.
Σε αυτό θα καθορίζονται τα εξής ζητήματα:
• Θα δίνεται η δυνατότητα ρύθμισης οφειλών προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, οι όροι της οποίας αναμένεται να εφαρμόζονται στο σύνολο των πιστωτών της επιχείρησης.
• Θα απαιτείται η συμφωνία πιστωτών στους οποίους οφείλεται το 60% του χρέους για να επικυρωθεί μια ρύθμιση. Ακόμη δεν έχει γίνει γνωστό αν θα πρέπει να υπάρχει ελάχιστη συμμετοχή των πιστωτών που διατηρούν εμπράγματες εξασφαλίσεις επί της πίστωσης που έχουν χορηγήσει.
• Θα καθορίζεται μια μέγιστη χρονική διάρκεια ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων, η οποία για τις μεγάλες επιχειρήσεις θα είναι σύμφωνα με πληροφορίες τρεις μήνες και για τις μικρές δύο μήνες.