Στο πλέον θερμό τους σημείο βρίσκονται οι σχέσεις τραπεζών και δανειοληπτών, με την αποστολή εντός των προσεχών ημερών της τρίτης και καθοριστικής επιστολής, μέσω της οποίας καλούνται να προσέλθουν στα τραπεζικά καταστήματα για να ρυθμίσουν την οφειλή τους.

Από την ανταπόκριση σε αυτή τη διαδικασία θα αξιολογηθούν οριστικά εκείνοι που είναι συνεργάσιμοι και εκείνοι που δεν είναι και από τους οποίους θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας, ακόμη και αν πρόκειται για πρώτη κατοικία.

Μέχρι στιγμής, το ποσοστό ανταπόκρισης στη δεύτερη επιστολή υπήρξε ανησυχητικά χαμηλό και δεν ξεπέρασε το 15% ή το 20%, ανάλογα με την τράπεζα, και εφόσον στο δείγμα συνυπολογιστούν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εμφανίζονται πιο πρόθυμες να ρυθμίσουν.

Αντίθετα, το ποσοστό πέφτει κάτω από το 15% ή το 10% για δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, οι οποίοι εμφανίζονται απρόθυμοι να συνεργαστούν με την τράπεζα για την αναζήτηση μιας λύσης. Να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα έχουν σταλεί πάνω από 1 εκατομμύριο επιστολές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί είναι αυτοί που αρνούνται να παραλάβουν τη συστημένη επιστολή που αποστέλλεται από την τράπεζα, ενώ ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι που έχουν αλλάξει διεύθυνση και δεν έχουν ενημερώσει την τράπεζα για τη νέα, με αποτέλεσμα η όλη προσπάθεια να είναι «στον αέρα».



Οι τράπεζες δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την τύχη της διαδικασίας ενόψει και του καλοκαιριού, που ματαιώνει κάθε διάθεση ή πρωτοβουλία διευθέτησης. Μεγαλύτερη ακόμη ανησυχία προκαλεί η αντίδραση των νοικοκυριών μπροστά στις φορολογικές υποχρεώσεις που θα πρέπει να πληρωθούν τους επόμενους μήνες, όπως ο φόρος εισοδήματος και ο ΕΝΦΙΑ, καθώς πολλοί είναι εκείνοι που αναμένουν τα πρώτα εκκαθαριστικά προκειμένου να ιεραρχήσουν τις υποχρεώσεις τους.

Τραπεζικά στελέχη αποδίδουν την «απροθυμία» που εκδηλώνεται και στη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί τους τελευταίους μήνες για το εύρος της προστασίας που έχουν οι δανειολήπτες, μετά και τις δηλώσεις αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών περί προστασίας του 75% της πρώτης κατοικίας.

Η προστασία, όπως εξηγούν, ισχύει μόνο για εκείνους που έχουν προσφύγει στον νόμο Κατσέλη και σε καμιά περίπτωση για το σύνολο των δανειοληπτών, ακόμη και αν η αντικειμενική αξία της πρώτης τους κατοικία είναι μικρότερη των 140.000 ευρώ.

Oπως μάλιστα εξηγούν, ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας που επεξεργάζεται η ΤτΕ δεν ακυρώνει σε τίποτα τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα, η οποία θα συνεχίσει από το σημείο που θα σταματήσει η ισχύς του υφισταμένου.

Υπενθυμίζεται ότι ο Κώδικας που έχει δοθεί προς διαβούλευση στις τράπεζες κάνει σαφέστερο το πλαίσιο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του, ενώ εισάγει και ειδικό άρθρο για την επικοινωνία με τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, για τις οποίες οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν ειδικά μέτρα.

Ο νέος Κώδικας υποχρεώνει επίσης τις τράπεζες να ενημερώνουν εγκαίρως και εγγράφως τον δανειολήπτη τόσο για την τυχόν μεταβίβασή της ή για την ανάθεση της διαχείρισης της απαίτησης όσο και για το περιεχόμενο και τους όρους ανάθεσης.

Οι τράπεζες, πάντως, βρίσκονται ένα βήμα πριν από την έναρξη των πλειστηριασμών, οι οποίοι θα ξεκινήσουν για μεγάλα ακίνητα και με βάση κριτήρια όπως η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, προκρίνοντας εκείνους που έχει διαπιστωθεί ότι είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν εξαντλείται σε αυτούς, καθώς το πρόβλημα της αθέτησης πληρωμών, όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία για τη χαμηλή ανταπόκριση των δανειοληπτών, δείχνει ότι έχει γενικευθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα συνολικά πιστωτικά ανοίγματα, δηλαδή τα δάνεια που εμφανίζουν μεγάλες πιθανότητες να καταστούν μη εξυπηρετούμενα, ανήλθαν στο τέλος Μαρτίου του 2016 στο 45,2% από 44,2% τον Δεκέμβριο του 2015 και 39,9% τον Δεκέμβριο του 2014.

Οι καθυστερήσεις φτάνουν το 54,7% στα καταναλωτικά δάνεια, στο 41% στα στεγαστικά και στο 43,8% στα επιχειρηματικά.