Το δραματικό αδιέξοδο για αναζήτηση εργασίας περισσότερων από ένα εκατομμύριο ανέργων αποτυπώνεται με τον πιο έντονο τρόπο στις ενέργειες που κάνουν προκειμένου να βρουν έστω μια θέση μερικής ή προσωρινής απασχόλησης ή ακόμη και ένα μεροκάματο χωρίς ασφάλιση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2ο τρίμηνο 2016), η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων αυτών, δηλαδή εννέα στους δέκα ανέργους, δηλώνει ότι η πρώτη ενέργεια που κάνει για να βρει μια θέση απασχόλησης είναι να ρωτήσει φίλους, συγγενείς ή να απευθυνθεί στα εργατικά σωματεία.
Συγκεκριμένα, από το 1.112.100 ανέργους, οι 1.040.200 δήλωσαν ότι ως πρώτη επιλογή αναζήτησης εργασίας είναι οι επαφές μέσω φίλων και συγγενών.
Η δεύτερη επιλογή τους είναι να απευθυνθούν σε εργοδότες (980.200 άτομα), η τρίτη επιλογή είναι η αναζήτηση εργασίας μέσω των αγγελιών εφημερίδων και περιοδικών (828.900 άτομα) και ως τέταρτη επιλογή ακολουθεί η αναζήτηση εργασίας μέσω των δημόσιων γραφείων ευρέσεως εργασίας, δηλαδή του ΟΑΕΔ (797.700 άτομα).
Επίσης, 331.100 άτομα δήλωσαν ότι περιμένουν απάντηση-ειδοποίηση από δημόσιο γραφείο ευρέσεως εργασίας. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας είναι ότι από το σύνολο του 1.112.100 ανέργων μόνο οι 47.900, δηλαδή περίπου το 4%, απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά γραφεία ευρέσεως εργασίας.
Τα αποτελέσματα της στατιστικής καταγραφής των ενεργειών των ανέργων προς ανεύρεση εργασίας αναδεικνύει από μια άλλη οπτική ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που είναι κυρίαρχα στην αγορά εργασίας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι άνεργοι βιώνουν, αντιμετωπίζουν και αξιολογούν τον κοινωνικό τους περίγυρο, καθώς και τους άμεσα εμπλεκόμενους φορείς με την αγορά εργασίας, όπως είναι τα συνδικάτα, οι εργοδότες, ο ΟΑΕΔ και τα ιδιωτικά γραφεία ευρέσεως εργασίας.
Η «δίνη» της ανεργίας και η αγορά εργασίας
Αξίζει να επισημάνουμε ότι από το σύνολο των ανέργων οι 802.500, περίπου το 72% από αυτούς, είναι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας περισσότερους από 12 μήνες.
Ο μεγάλος αριθμός των μακροχρόνια ανέργων και η περιορισμένη ζήτηση εργασίας, σε συνδυασμό με την πρωτόγνωρη ρευστότητα που κυριαρχεί στην αγορά, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την ανεύρεση εργασίας για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους.
Η εναλλαγή των εργαζομένων σε μία θέση εργασίας, κατά κανόνα προσωρινή και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έχει αποκτήσει μια εντυπωσιακή δυναμική, η οποία μετατρέπει το σύστημα προσλήψεων - απολύσεων σε μία «περιστρεφόμενη πόρτα», καθώς μέσα σε μερικούς μήνες δημιουργούνται και χάνονται εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης.
Για παράδειγμα, στο πρώτο δεκάμηνο του έτους οι αναγγελίες προσλήψεων ανήλθαν σε 1.830.453 θέσεις εργασίας και οι αποχωρήσεις έφτασαν τις 1.667.658, εκ των οποίων οι 930.927 ήταν αποτέλεσμα καταγγελιών συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οι 736.731 οικειοθελείς αποχωρήσεις (ΕΡΓΑΝΗ Οκτωβρίου).
Υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό ανεργίας στο 2ο τρίμηνο του 2016 ήταν 23,1%, έναντι 24,9% του 1ου τριμήνου και 24,6% του αντίστοιχου τριμήνου 2015.
Η δομική ανεργία, δηλαδή η ανεργία που προκλήθηκε τα τελευταία χρόνια από θεμελιώδεις αλλαγές στη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών καθώς και από τις επιπτώσεις των μνημονιακών παρεμβάσεων τόσο στη δομή της ελληνικής οικονομίας όσο και στους όρους λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αποτελεί πλέον το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα, παρά τη σχετική μείωση του ποσοστού των ανέργων.