Οι κυβερνήσεις των μεγαλύτερων οικονομιών αντιμετωπίζουν τη μία κρίση μετά την άλλη, με αποτέλεσμα ο δανεισμός τους σε παγκόσμιο επίπεδο να εκτιμάται πως θα φτάσει φέτος στα 12,3 τρισ. δολ. Για το ιλιγγιώδες ποσό νέων εκδόσεων χρέους καθοριστικός παράγοντας θα είναι φέτος η αύξηση των αμυντικών δαπανών που διογκώνει τις δανειακές ανάγκες των κυβερνήσεων.
Σύμφωνα με τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P Global Ratings, θα αυξηθούν κατά 3% οι εκδόσεις νέων κρατικών ομολόγων σε 138 χώρες. Ετσι θα αυξηθεί περαιτέρω στα 76,9 τρισ. δολ. το μακροπρόθεσμο δημόσιο χρέος που ήδη έχει διογκωθεί σημαντικά μέσα στα τελευταία 15 και πλέον χρόνια καθώς οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να δανειστούν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν αρχικά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, στη συνέχεια την κρίση της πανδημίας και τώρα την επιτακτική ανάγκη για αύξηση των αμυντικών δαπανών. Η τελευταία αυτή ανάγκη προκύπτει για πολλές χώρες, τουλάχιστον τις ευρωπαϊκές, από την αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον και την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ που καλεί τη Γηραιά Ηπειρο να αναλάβει τις δικές της υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά την άμυνά της.
Μιλώντας στους Financial Times σχετικά με τις εκτιμήσεις της S&P, ο Ρομπέρτο Σιφόν Αρεβάλο, επικεφαλής του τομέα δημοσίου χρέους στον εν λόγω οίκο αξιολόγησης, υπογραμμίζει ότι παράλληλα με τη διόγκωση του χρέους αυξάνεται και το κόστος εξυπηρέτησής του, δεδομένου ότι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί από τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες έδωσαν τέλος στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Οπως τονίζει ο ίδιος, οι κυβερνήσεις δανείζονταν για να χρηματοδοτήσουν όλο και μεγαλύτερες δαπάνες, αλλά «το χρέος τους ήταν βιώσιμο όσο το κόστος εξυπηρέτησής του ήταν στα προ της πανδημίας επίπεδα αλλά τώρα η αύξηση του χρέους αποτελεί πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα». Η διαρκής επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών πολλών χωρών ανησυχεί όλο και περισσότερο τους μεγάλους επενδυτές. Από το τέλος του περασμένου έτους το Pimco, το μεγαλύτερο επενδυτικό ταμείο που τοποθετείται σε ομόλογα, έχει προειδοποιήσει ότι θα μειώσει την έκθεσή του σε μακροπρόθεσμο αμερικανικό χρέος επικαλούμενο «ζητήματα σχετικά με τη βιωσιμότητά του».
Ο επενδυτής Ρέι Ντάλιο έχει προειδοποιήσει τη Βρετανία ότι κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε «μια θανάσιμη δίνη χρέους» και θα είναι αναγκασμένη να δανείζεται όλο και περισσότερο για να αποπληρώνει τα ομόλογά της. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, που δανείζονται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, η S&P εκτιμά ότι «τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, οι εκτεταμένες δαπάνες για την πληρωμή των τόκων και της αναχρηματοδότησης του χρέους της υπερδύναμης» θα οδηγήσουν την Ουάσιγκτον στην έκδοση μακροπρόθεσμου χρέους ύψους 4,9 τρισ. δολ. Και όλα αυτά όταν στους υπολογισμούς της η S&P δεν συμπεριλαμβάνει τα βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού δημοσίου και άλλες μορφές δημόσιου δανεισμού όπως, για παράδειγμα, τις εκδόσεις χρέους από τις τοπικές πολιτειακές αρχές. Σύμφωνα με την S&P, το δημοσιονομικό έλλειμμα της αμερικανικής κυβέρνησης θα παραμείνει σε επίπεδα άνω του 6% του ΑΕΠ μέχρι και το επόμενο έτος. Επαναλαμβάνει, ωστόσο, ότι η ισχύς του δολαρίου και η θέση του ως ντε φάκτο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα θα εξακολουθήσει να προσφέρει στις ΗΠΑ «σημαντικά περιθώρια ελιγμών» στα δημόσια οικονομικά της.
Παράλληλα η Κίνα, δεύτερη χώρα στον κόσμο ως προς την έκταση του δανεισμού της, αναμένεται να αυξήσει φέτος την έκδοση μακροπρόθεσμου χρέους της κατά τουλάχιστον 370 δισ. δολ. φτάνοντας στα 2,1 τρισ. δολ. καθώς αυξάνει τις δαπάνες της στην προσπάθειά της να αναθερμάνει την οικονομία της. Συνολικά το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 70,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ έπειτα από συνεχείς αυξήσεις που σημειώνονται από το 2022 και μετά. Βρίσκεται, πάντως, κάτω από το 73,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο οποίο εκτοξεύθηκε το 2020 όταν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο κατέφυγαν σε εκτεταμένες δαπάνες για να αντιμετωπίσουν την πανδημία.