Στο μακρινό 2005 έχει επιστρέψει ο τζίρος στο λιανεμπόριο τροφίμων, ο οποίος την περίοδο 2009-2016 κατέγραψε σωρευτικές απώλειες 18%

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen, οι απώλειες στον τζίρο του λιανεμπορίου τροφίμων ξεπέρασαν το 4%, λόγω της μείωση της ζήτησης αλλά και της κατάρρευσης της Μαρινόπουλος, ενώ με βάση τα σημερινά δεδομένα, προβλέπεται για τη φετινή χρονιά νέα μείωση της τάξεως του 2-3%.

Συγκεκριμένα πέρυσι ο τζίρος στο λιανεμπόριο τροφίμων, (οργανωμένα και μεμονωμένα δίκτυα) διαμορφώθηκε στα 10,78 δισ. ευρώ, δηλαδή επέστρεψε στο 2005 όπου οι φόροι με τα οποία επιβαρύνονταν τα προϊόντα ήταν υποπολλαπλάσιοι από αυτούς με τους οποίους επιβαρύνονται σήμερα. Και να φανταστεί κανείς ότι στο όχι και τόσο μακρινό 2009 η συγκεκριμένη αγορά είχε σπάσει τα "ταμεία”, τζιράροντας 13,15 δισ. ευρώ.

Το ενδιαφέρον πάντως στοιχείο από την ανάλυση της πορείας των πωλήσεων του λιανεμπορίου τροφίμων από το 2005 έως και πέρυσι, είναι η ισχυροποίηση της δύναμης των 10 μεγάλων λιανέμπορων. Οι συγκεκριμένοι όμιλοι (σ.σ. στην πορεία των ετών έχει αλλάξει το μείγμα του δείγματος) ελέγχουν πλέον το 76% της αγοράς, όταν το 2005 το μερίδιό τους ήταν στο 65,7%. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι πέρυσι το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων συμπεριλαμβανομένης της Lidl και των νησιών (σ.σ. η Nielsen "σκανάρει" καταστήματα άνω των 100 τ.μ.) κατέγραψε απώλειες 4,5% στον τζίρο του ο οποίος υποχώρησε στα 9,49 δισ. ευρώ ενώ αν εξαιρεθεί η Lidl από την "εικόνα” τότε η πτώση του τζίρου άγγιξε το 6,6%.

Ακόμη μεγαλύτερη πάντως ήταν η υποχώρηση στον όγκο πωλήσεων, 9,8% σε σχέση με το 2015. Ψαλίδα μεταξύ αξίας και όγκου πωλήσεων, η οποία δικαιολογείται από τους αναλυτές της Nielsen, από την αύξηση της μέσης τιμής ανά μονάδα πώλησης κατά 3,1%. Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στις αυξήσεις σε ΦΠΑ και ΕΦΚ, στις αυξήσεις των τιμών των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αλλά και στην αποχώρηση από την εικόνα της Μαρινόπουλος, η οποία εφάρμοζε έντονες προωθητικές ενέργειες.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο από την έρευνα της Nielsen είναι ότι πάνω από το 50% των επώνυμων προϊόντων πωλείται πλέον μέσω κάποιας προωθητικής ενέργειας ενώ κάποιες αλυσίδες κάνουν προσφορές ακόμη και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία ύστερα από την αλματώδη ανάπτυξή στα πρώτα χρόνια της κρίσης εμφανίζουν σημάδια κόπωσης. Συγκεκριμένα οι προσφορές παραμένουν ένα από τα τελευταία όπλα που έχουν στα χέρια τους οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων σε μια προσπάθεια για να διατηρήσουν τουλάχιστον το μερίδιό τους στην αγορά. Αποτέλεσμα πέρυσι το 43,1% του όγκου των ταχυκίνητων προϊόντων ήταν σε προσφορά και το 51% των επώνυμων προϊόντων, όταν το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό κυμαινόταν στο 33,1%.