Τη δραματική συρρίκνωση του εισοδήματος των εργαζομένων εξαιτίας της ύφεσης, της έκρηξης της ανεργίας, της κυριαρχίας των ελαστικών μορφών απασχόλησης και της απότομης βύθισης των μισθών την περίοδο 2010 - 2015 αποτυπώνει το κείμενο θέσεων για τις εργασιακές σχέσεις που απέστειλε το υπουργείο Εργασίας στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
Τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας περιέχουν αναλυτικά δεδομένα για τις μισθολογικές ανισότητες και φωτογραφίζουν μια μεγάλη κατηγορία νεόπτωχων εργαζομένων που αμείβονται με πενιχρούς μισθούς οι οποίοι είναι πολύ μικρότεροι ακόμη και από το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ του ΟΑΕΔ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Συνολικά 343.760 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 έως και 400 ευρώ μικτά. Ουσιαστικά πρόκειται για εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασία 2, 3 ημερών την εβδομάδα ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ, ο μέσος μισθός για μερική απασχόληση κυμαίνεται από 400 ευρώ μικτά έως και 420 ευρώ μικτά το μήνα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι στην Ελλάδα ο αριθμός των νεόπτωχων εργαζομένων που αμείβεται με μισθούς έως και 510 ευρώ μικτά ανέρχεται συνολικά σε 432.033 άτομα.
Σε τέσσερις θεματικές ενότητες
Το κείμενο των θέσεων του υπουργείου Εργασίας αποτελείται από τέσσερις θεματικές ενότητες οι οποίες καταγράφουν:
α) την κατάσταση που διαμορφώθηκε στις συλλογικές διαπραγματεύσεις εξαιτίας των νόμων των μνημονίων,
β) τα όρια και τις αμοιβές των κατώτατων μισθών,
γ) το θεσμικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων και
δ) τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και τον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982.
Το κείμενο επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της χαμηλής ανταγωνιστικότητας που έχει.
Μάλιστα, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας χαρακτηρίζεται ως «δομικό πρόβλημα» που σχετίζεται κυρίως με την εξειδίκευση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας σε συνδυασμό με τις μεθόδους οργάνωσης και διοίκησης της ελληνικής οικονομίας και όχι με το κόστος εργασίας. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η οικονομική ύφεση λειτούργησε ως επιταχυντής της διεύρυνσης των μορφών μερικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα ειδικά μετά το 2012 να έχουμε εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των εργαζομένων με μερική απασχόληση, αλλά και αύξηση των μετατροπών των συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης ή σε εκ περιτροπής εργασία.
Μετατροπή επί τα χείρω για 152.636 συμβάσεις
Από τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του υπουργείου Εργασίας προκύπτει ότι στο διάστημα από 1/7/2013 έως και τον Ιούνιο του 2016 είχαμε 152.636 μετατροπές συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι από το 2013 και μετά έχουμε κάθε χρόνο σταθερή αύξηση των μετατροπών συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε μερικής είτε με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων είτε με μονομερή απόφαση του εργοδότη.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η οικονομική ύφεση λειτούργησε ως επιταχυντής της διεύρυνσης των μορφών μερικής απασχόλησης, με αποτέλεσμα ειδικά μετά το 2012 να έχουμε εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των εργαζομένων με μερική απασχόληση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι μορφές ελαστικής απασχόλησης, ενώ το 2004 κάλυπταν στην Ελλάδα μόνο το 4,5% του συνόλου των εργαζομένων, μέσα σε διάστημα 10 ετών παρουσίασαν αύξηση σχεδόν 100% φτάνοντας το 2014 στο 9,3%.
Είδος υπό εξαφάνιση οι κλαδικές συμβάσεις
Από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας προκύπτει ότι οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση, ενώ, αντίθετα, τα τρία τελευταία χρόνια κυριαρχούν οι επιχειρησιακές συμβάσεις, καθώς και οι συμβάσεις που υπογράφουν οι «ενώσεις προσώπων».
Έτσι, προκύπτει ότι τα τρία τελευταία χρόνια οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπέγραψαν τα συνδικάτα ανέρχονται συνολικά σε 492, ενώ οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν από τις «ενώσεις προσώπων» έφθασαν τις 407.
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι οι κατώτατοι μισθοί στην Ελλάδα σε σύγκριση με τους μισθούς άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα της Μάλτας ή της Σλοβενίας, υπέστησαν δραστική μείωση κατά 192,86 ευρώ μετά το 2012, όταν με την υπογραφή του δευτέρου μνημονίου καταργήθηκε η δυνατότητα των κοινωνικών εταίρων να διαπραγματεύονται ελεύθερα τους μισθούς.
Μάλιστα, μετά το 2012 οι αντίστοιχοι κατώτατοι μισθοί των χωρών αυτών δεν έμειναν στα ίδια επίπεδα αλλά παρουσίασαν αυξήσεις είτε οριακές, όπως στην Ισπανία, στην οποία από τα 748,3 ευρώ το 2011 ανήλθαν στα 756,7 ευρώ το 2015, στη Μάλτα (από 664,95 ευρώ στα 720,46 ευρώ σήμερα), ενώ στην περίπτωση της Σλοβενίας είχαμε σημαντική αύξηση, αφού από τα 748,1 ευρώ το 2011 ο κατώτατος μισθός έφθασε στα 790,73 ευρώ το 2015.
ΠΗΓΗ: NAYTEMΠΟΡΙΚΗ