Στο θέμα της επερχόμενης δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος τον Σεπτέμβριο είναι αφιερωμένη ανάλυση του think tank Stratfor με τίτλο «Η Αθήνα “δοκιμάζει τα νερά” πριν την επόμενη αξιολόγηση».

Η δεξαμενή σκέψης αναφέρεται στις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση, τις εκκρεμότητες στην εφαρμογή των «μνημονιακών» δεσμεύσεων και τις υποσχέσεις των δανειστών για το χρέος.

«Άλλη μια αξιολόγηση πλησιάζει για την Ελλάδα και η κυβέρνηση της χώρας προετοιμάζεται για μια ακόμα φορά για σκληρές διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της», αναφέρει το Stratfor, υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει να χαμηλώσουν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα προκειμένου να υπάρξουν περισσότερες δυνατότητες για δημόσιες επενδύσεις.

Από τη μεριά τους, οι δανειστές ζητούν «η ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στην εργασιακή νομοθεσία, να αυξήσει τους φόρους, να διευθετήσει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ελληνικές τράπεζες και να ορίσει ένα διοικητικό συμβούλιο που θα επιβλέπει το νέο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων. Μέχρι τώρα, η ελληνική κυβέρνηση έχει υλοποιήσει μερικά μόνο από τα αιτήματα αυτά» σημειώνει η δεξαμενή σκέψης, υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση.

Δείτε όλη την ανάλυση του Stratfor:

Άλλη μια αξιολόγηση πλησιάζει για την Ελλάδα και η κυβέρνηση της χώρας προετοιμάζεται για μια ακόμα φορά για σκληρές διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της.

Σύμφωνα με τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, η Αθήνα θα έχει την ευκαιρία στη σύνοδο των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης στις 9 Σεπτεμβρίου να δει το πόση ευελιξία μπορεί να εξασφαλίσει στο πρόγραμμα διάσωσης, αλλά και τι υποσχέσεις μπορεί να πάρει για μελλοντική ελάφρυνση του χρέους. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θέλει επίσης να πιέσει άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για στήριξη κατά τη σύνοδο των ευρωπαίων σοσιαλιστών αρχηγών κρατών στο Παρίσι στις 25 Αυγούστου.

Η επόμενη αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας θα ξεκινήσει μέσα Σεπτεμβρίου, με τους αναπληρωτές υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης (EwG) να ξεκινούν συζητήσεις για το θέμα στις 29 Αυγούστου. Η Ελλάδα πρέπει να περάσει και μια σειρά προαπαιτούμενα για να λάβει περίπου 2,8 δισ. ευρώ.

Οι πιστωτές απαιτούν η ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στην εργασιακή νομοθεσία, να αυξήσει τους φόρους, να διευθετήσει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ελληνικές τράπεζες και να ορίσει ένα διοικητικό συμβούλιο που θα επιβλέπει το νέο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων.

Μέχρι τώρα, η ελληνική κυβέρνηση έχει υλοποιήσει μερικά μόνο από τα αιτήματα αυτά. Στις αρχές Αυγούστου, η Αθήνα ανακοίνωσε περικοπές στους συνταξιούχους που λαμβάνουν πάνω από μια συντάξεις και παρουσίασε αλλαγές στη φορολόγηση ακινήτων. Όμως άλλες, πιο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί.

Κατά την προηγούμενη αξιολόγηση, τον Μάιο, το Eurogroup υποσχέθηκε στην Αθήνα πως θα εξετάσει μέτρα ελάφρυνσης του χρέους της Ελλάδας, όπως επιμήκυνση των λήξεων, χαμηλότερα επιτόκια και περίοδο χάριτος για την αποπληρωμή των δανείων. Όμως οι υπουργοί Οικονομικών ξεκαθάρισαν πως η ελάφρυνση χρέους θα πρέπει να γίνει μόνο αφότου τελειώσει το πρόγραμμα διάσωσης, στα μέσα του 2018.

Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της, θα ήθελε αυτό να συμβεί πιο σύντομα. Θέλει επίσης να χαμηλώσουν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να έχει περισσότερα χρήματα διαθέσιμα για δημόσιες επενδύσεις.

Υπό τους όρους του προγράμματος διάσωσης, για να λάβει επιπλέον κεφάλαια και να εξασφαλίσει ελάφρυνση χρέους, η Ελλάδα πρέπει να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Όμως η Αθήνα θα ήθελε ο στόχος αυτός να μειωθεί τουλάχιστον στο ήμισυ.

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 0,7% το β' τρίμηνο (σε ετήσια βάση) και την ανεργία να αγγίζει το 23,5% το Μάιο. Η Αθήνα θα δυσκολευτεί να επιτύχει το επίπεδο της ανάπτυξης του ΑΕΠ που θα μείωνε το βάρος του χρέους της.

Ωστόσο, η κρίση δεν είναι τόσο άμεση όσο ήταν πέρυσι και η Αθήνα δεν έχει να αντιμετωπίσει σημαντικές λήξεις χρέους πριν το τέλος του έτους.

Αυτό θα μειώσει το όποιο πλεονέκτημα της Αθήνας όταν θα διαπραγματεύεται με τους πιστωτές της για παραχωρήσεις.