"Ο ένας χρωστάει στον άλλο και οι δυο μας θα οφείλουμε στο μέλλον". Κάπως έτσι μοιάζει το μή λεχθέν της καθημερινής επικοινωνίας. Εκτός απο οφειλές σε Δημόσιο, Ταμεία, τράπεζες, τα χρέη μεταξύ μας κινούνται σε έναν αόριστο χωροχρόνο, σε μια αέναη υπομονή για γενική ανάκαμψη.
Το Χρέος λειτουργεί πλέον σαν Χρήμα, σαν Νόμισμα. Η Οφειλή κινείται σε μια ατέρμονη τροχιά μεταξύ εργασίας και κατανάλωσης. Πέρασε ο καιρός των δόσεων, των ''έξυπνων'' αγορών, της ευδαιμονικής και ηδονικής κατανάλωσης.
Του Ηλία Καραβόλια
Σήμερα η δυναμική του Χρέους τέμνεται με την δυναμική του Χρόνου ακριβώς εκεί που η Επιθυμία συναντάει το Πραγματικό: δεν ψωνίζουμε όπως παλιά, δεν υπάρχουμε όπως παλιά. Το shopping therapy μοιάζει με όνειρο απατηλό. Περιορισμένοι στα ανγκαία, με περιορισμένο ρευστό, σε μια αγορά που αυτοπεριορίζεται. Το χρήμα δεν γυρνάει, δεν κινείται, δεν αλλάζει χέρια όπως παλιά. Έχει μειώσει την ταχύτητα κυκλοφορίας του και γι αυτό καθήλωσε τους περισσότερους σε ρόλο παρατηρητή. Η βιτρίνα μοιάζει να καλεί αλλά η κλήση της προωθείται.
Κάπως έτσι η Οικονομία της διαχείρισης των επιθυμιών μετατρέπεται σε Οικονομία διαχείρισης των αναγκών. Των βασικών αναγκών. Εκείνων που αφορούν τα αρχέγονα ένστικτα επιβίωσης. Το Χρέος κάνει αυτό ακριβώς: ζωντανεύει τα animal spirits της ανθρώπινης υπόστασης. Άλλωστε αυτό μελετάμε πλέον στην Οικονομική επιστήμη: την συμπεριφορική (behavioral) πλευρά του υποκειμένου και της κοινωνίας. Ο καθείς και το πουγκί του. Ο καθείς και οι οφειλές του.
Σταθερές που μονιμοποιούνται επικίνδυνα και εθίζουν όλο και περισσότερους σε μια υπερ-ορθολογική και υπερ-συντηρητική οικονομική συμπεριφορά. Αυτός ο εθισμός είναι που τροφοδοτεί συνεχώς και με ένταση, την ύφεση, τον αποπληθωρισμό, την χαμηλή ζήτηση, την ανεργία, την απόγνωση.
Τα όρια της Επιθυμητικής Οικονομίας (https://bestimmung.blogspot.gr/2016/10/2.html?view=mosaic) μας συνδέουν με τον ζωτικό χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας και δείχνουν τον αναπόφευκτο δρόμο της συστημικής ανισορροπίας. Εκείνης που γεννάει ολοένα και περισσότερες ανισότητες και διαφορές που ηταν καλυμμένες, σχεδον αφανείς επι πολλά χρόνια, εντός μιας Οικονομίας δόσεων,πίστωσης, δανείων. Τα πάντα αναβάλλονται στο παρόν επειδή το παρελθόν επέτρεπε να μην αναβληθούν στο μέλλον.
Στην επιφάνεια έρχονται πλέον και οι ταξικές διαφορές. Το συλλογικό ασυνείδητο όμως δεν τις χωράει. Η κοινωνία κάνει πώς δεν τις βλέπει. Άλλωστε την βιτρίνα την κοιτάει τόσο αυτός που έχει χρήμα όσο και αυτός που δεν μπορεί να αγοράσει το αντικείμενο του πόθου του.
Η νεοελληνική κοινωνία μοιάζει ολοένα και περισσότερο σαν να αποδέχεται ότι γέμισε με εμπορεύματα, με αγαθά που αγοράστηκαν τις καλές εποχές και σήμερα όχι μόνο δεν ρευστοποιούνται αλλά δεν προσφέρουν την παλιά ικανοποίηση και ταυτόχρονα ενοχοποιούν τους αγοραστές τους. Μια μόνιμη σύγχυση επιθυμίας/ανάγκης θα κυκλοφορεί στο θυμικό των Νεόπτωχων,ως υπερ-εγώ που ζητάει τον λόγο για την σπάταλη και ανορθολογική μανία του παρελθόντος.
Μια σχεδόν μόνιμη ύφεση της αντίδρασης θα ακολουθεί την μόνιμη ύφεση της οικονομίας (ΣΗΜ: ακόμα και αν αυξηθεί το ΑΕΠ, η ύφεση θα παραμείνει για καιρό και θα γίνεται ορατή καθημερινά) Καμιά ελπίδα στο άμεσο μέλλον δεν θα μπορεί να μετατρέψει τις Ανάγκες σε Επιθυμίες.
Μακροπρόθεσμα, ίσως. Αλλά μακροπρόθεσμα, μόνο δυο πράγματα είναι σίγουρα, όπως έλεγε ο Keynes : οι φόροι και ο θάνατος. Μπορεί πάντα να υπήρχαν περίοδοι κρίσης και ανάπτυξης, τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σαν μόνιμος συμβασιούχος σε δημόσια υπηρεσία, η ύφεση έχει βολευτεί και ταυτόχρονα εκπαιδεύει τον νεοέλληνα στην πειθαρχημένη κατανάλωση, στην δήθεν αποτελεσματική φορολογική συνείδηση, στον ισοσκελισμό του προυπολογισμού του. Η νοητική λογιστική δεν κάνει πλέον θαύματα. Αυτό που σκέφτεσαι νυχθημερόν είναι πώς θα ξεχρεώσεις, όχι πώς θα προοδεύσεις.
Κάποιοι φυσικά έχουν απόθεμα. Μπόλικο. Και σε μερικές περιπτώσεις είναι οι ίδιοι που μάζεψαν το απόθεμα των πολλών. Μικρή η κοινωνία, γνωστοί οι έχοντες και οι κατέχοντες. Ο μύθος ότι η κρίση χτύπησε τους πάντες μας κάνει να αγνοούμε ότι κάποιοι λίγοι απλά δεν θα κερδίζουν όσα κέρδιζαν παλιά.
Και αυτός ο μύθος είναι που θα θρέψει ξανά το διαχρονικό αξίωμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και της παγίδας ρευστότητας μιας Οικονομίας: κάποιοι λίγοι γέμισαν τους λογαριασμούς τους επειδή οι κυβερνήσεις και οι υπερεθνικοί θεματοφύλακες του Κεφαλαίου φρόντισαν να κοινωνικοποιηθούν οι ζημίες και να ιδιωτικοποιηθούν τα κέρδη καθ όλη τηνδιάρκεια της κρίσης. Και αγέρωχοι, συνεχίζουν το έργο τους...