Μια σημαντική απόφαση εξέδωσε το Ευρωπαϊκό δικαστήριο στις 14. Σεπτεμβρίου σχετικά με την αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας και στους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Το προδικαστικό ερώτημα που είχε τεθεί στο δικαστήριο ήταν το εξής:

"Πρέπει να θεωρηθεί η αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ως εμπίπτουσα στις συνθήκες εργασίας στις οποίες αναφέρεται η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP;

Εφόσον γίνει δεκτό ότι η εν λόγω αποζημίωση εμπίπτει στις συνθήκες εργασίας, πρέπει οι εργαζόμενοι που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας ή επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος, να λάβουν κατά τη λύση της συμβάσεως την ίδια αποζημίωση με αυτή που θα αντιστοιχούσε σε εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου όταν η σύμβαση του τελευταίου λύεται για αντικειμενικούς λόγους;

Εφόσον ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου δικαιούται την ίδια αποζημίωση με τον εργαζόμενο αορίστου χρόνου λόγω λύσεως της συμβάσεως για αντικειμενικούς λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c), του Estatuto de los Trabajadores (Εργατικού Κώδικα) έχει μεταφέρει ορθά την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP ή εισάγει διακρίσεις και έρχεται σε αντίθεση με αυτήν αντιβαίνοντας στον σκοπό και στο πρακτικό αποτέλεσμά της;

Εφόσον δεν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι εξαιρέσεως των εργαζομένων προσωρινής απασχολήσεως από το δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, συνιστά δυσμενή διάκριση η διαφοροποίηση στην οποία προβαίνει ο εργατικός κώδικας μεταξύ των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων αυτών σε σχέση όχι μόνον προς τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων αορίστου χρόνου αλλά και σε σχέση με αυτούς των λοιπών κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου;"

Το δικαστήριο με την απόφασή C‑596/14 (δείτε την στο φορολογικό αρχείο του κόμβου) απεφάνθη ότι κατά τη ρήτρα 4, σημεία 1 και/ή 4, της συμφωνίας-πλαισίου, από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να νοηθεί ως μη δικαιολογούσα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου εκ του γεγονότος ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο εθνικό κανόνα δικαίου, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση.

Σκεπτικά της απόφασης :

- Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στην έννοια των «συνθηκών απασχολήσεως» σύμφωνα με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εμπίπτουν τα επιδόματα τριετίας που αντιπροσωπεύουν ένα από τα στοιχεία των αποδοχών που πρέπει να λαμβάνει εργαζόμενος ορισμένου χρόνου εξίσου με εργαζόμενο αορίστου χρόνου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 47, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψεις 50 έως 58).

-Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει και τους κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ισχύει σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου η οποία αποκλείει από την έννοια των «συνθηκών απασχολήσεως», σύμφωνα με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, τους όρους λύσεως συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου θα περιόριζε, κατά παραβίαση του σκοπού για τον οποίο έχει θεσπισθεί η εν λόγω διάταξη, το πεδίο εφαρμογής της παρεχόμενης στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου προστασίας κατά των διακρίσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψεις 27 και 29).

-Τα προεκτεθέντα ισχύουν πλήρως σε αποζημίωση όπως αυτή της κύριας δίκης. Δεδομένου ότι η αποζημίωση δίδεται στον εργαζόμενο λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας που τον συνδέει με τον εργοδότη του και πληροί το κριτήριο που θεσπίζεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχολήσεως».

-Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι στις «συνθήκες απασχολήσεως» περιλαμβάνεται η αποζημίωση την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο λόγω λύσεως της συμβάσεώς του εργασίας ορισμένου χρόνου.

-Εξάλλου, η επίκληση απλώς και μόνον του προσωρινού χαρακτήρα της απασχολήσεως του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις απαιτήσεις και, επομένως, δεν δύναται να αποτελέσει «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημεία 1 και/ή 4, της συμφωνίας-πλαισίου.

Πράγματι, εάν γινόταν δεκτό ότι απλώς και μόνον ο προσωρινός χαρακτήρας της σχέσεως εργασίας αρκεί για τη δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ εργαζομένων με σχέση ορισμένου χρόνου και εργαζομένων με σχέση αορίστου χρόνου, οι σκοποί της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου θα καθίσταντο κενοί περιεχομένου και θα διαιωνιζόταν μια κατάσταση δυσμενής για τους εργαζομένους με σχέση ορισμένου χρόνου.

Συνακόλουθα η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα ήταν η εξής:

-Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι στις «συνθήκες απασχολήσεως» περιλαμβάνεται η αποζημίωση την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας του ορισμένου χρόνου.

-Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία δεν αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας σε εργαζόμενο στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας interinidad (προσωρινής απασχόλησης), ενώ επιτρέπει τη χορήγηση τέτοιας αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων, σε αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου.

Το γεγονός και μόνον ότι ο εν λόγω εργαζόμενος πραγματοποίησε την εργασία του βάσει συμβάσεως εργασίας interinidad (προσωρινής απασχόλησης) δεν αποτελεί αντικειμενικό λόγο, ο οποίος να δικαιολογεί τη μη χορήγηση της αποζημιώσεως αυτής στον ως άνω εργαζόμενο.

Τι ισχύει στην χώρα μας για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Η σύμβαση ορισμένου χρόνου παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ. 81/2003 και Π.Δ. 180/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα.