Τη θέση πως η Eλλάδα εξακολουθεί να πλήττεται σοβαρά από τις συνέπειες της χρηματοοικονομικής κρίσης διατυπώνει το Ιδρυμα Bertelsmann σε μελέτη του για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, το Ινστιτούτο υπογραμμίζει ότι τα ποσοστά των χρόνια ανέργων κυμαίνονται σε διψήφιο νούμερο, η ανεργία των νέων είναι περίπου στο 50%, ενώ ένα στα πέντε παιδιά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Η Ελλάδα, σημειώνει, συνθλίβεται από το βουνό του χρέους της, το οποίο βρίσκεται στο 178,4% του ΑΕΠ της, αν και προσθέτει ότι το χρέος αυξήθηκε ξανά στην Ιταλία και σε χώρες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο.
Ειδικότερα, σε σχέση με την οικονομική πολιτική επισημαίνει χαρακτηριστικά τα εξής: «Εξι χρόνια αρνητικής ανάπτυξης ολοκληρώθηκαν με οριακά κέρδη το 2014, αλλά το 2015 είχαμε περαιτέρω απογοητεύσεις».
Επίσης παρατηρεί ότι «η ανεργία παραμένει υπερβολικά υψηλή» και ότι «η αριστερών αποκλίσεων κυβέρνηση επικεντρώθηκε στις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα μάλλον, παρά στην υποστήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων.»
«Οι φόβοι για απόσυρση από την ευρωζώνη προκάλεσαν φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και περαιτέρω κατάρρευση των ευαίσθητων επιχειρήσεων» επισημαίνει. Ιδιαιτέρως σκληρό είναι το σχόλιο για τη φορολογική πολιτική, την οποία χαρακτηρίζει «ασυνάρτητη, παρά την κάποια πρόοδο που σημειώθηκε στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής».
Τέλος, αναφέρει ότι «η διατήρηση της λιτότητας παρήγαγε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, αν και οι πρόσφατες πολιτικές τα έθεσαν σε κίνδυνο». Οπως επισημαίνει, η λιτότητα και οι κοινωνικές της επιπτώσεις «παραμένουν εκεί, ακόμη τεράστιες».