Μετά από επτά συναπτά υφεσιακά χρόνια μέσα στα οποία ήρθαν τα «τα πάνω κάτω» στην ελληνική κοινωνία και της επέβαλαν λέξεις όπως μέτρα, προσαρμογή, ανεργία, περικοπές, λουκέτα, συρρίκνωση, απόλυση, μετανάστευση, κατάθλιψη και ο λογαριασμός δεν τελειώνει, τίποτα δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες ενδιαφέρονται να κάνουν ένα ουσιαστικό βήμα προς τα μπροστά.
Του Γιώργου Σιμόπουλου
Ο αντίλογος στηρίζεται συνήθως σε επιχειρήματα με ψυχοσωματική βάση όπως «σοκ» ή «κόπωση», ενώ τα περισσότερα έχουν πραγματιστική όπως «βόλεμμα» ή «συμφέρον».
Η ουσία ωστόσο κρύβεται στο μνημόνιο και στον τρόπο προβολής, διαχείρισης και εφαρμογής του, ο οποίος ακύρωσε την αρχική του στόχευση, δηλαδή τη ριζική μεταρρύθμιση μίας μη βιώσιμης οικονομίας και οδήγησε αργά και βασανιστικά τους Έλληνες σε ακραία οδυνηρό συμβιβασμό. Το συμβιβασμό τους με τη μετριότητα.
Δεν είναι λοιπόν μόνο το σοκ ή η κόπωση που οδηγεί σε αδράνεια, αλλά περισσότερο η αποδοχή της μετριότητας ως μέσο περιορισμού της έκθεσης στις προκλήσεις. Όταν το βήμα μπροστά έφτασε να θεωρείται κοντύτερα στο γκρεμό, παρά στην επιτυχία, ξεκίνησε ο ασφαλής δρόμος προς την ολική καταστροφη.
Το βασικότερο ανάχωμα της μετριότητας, η ιδιωτική πρωτοβουλία, εγκλωβίστηκε μέσα σε καφέ και φούρνους, προσθέτοντας «αξία» στο οικοδόμημα της κατανάλωσης, αλλά όχι της παραγωγής.
Η επιχειρηματικότητα αποδομείται καθημερινά από τους εκφραστές της που προτιμούν το «λίγο», φοβισμένοι και συμβιβασμένοι, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι χωρίς ρίσκο και συνεχή κινητικότητα, το «λίγο» γίνεται γρήγορα «καθόλου».
Όσοι λίγοι «ασυμβίβαστοι», παλεύουν με τα δαιδαλώδη προβλήματα της καθημερινότητας, ρισκάροντας και ελπίζοντας, ενώ οι υπόλοιποι αναζητούν –εκτός χώρας- όσα θεωρούν ότι αξίζουν, διεκδικώντας αξιοπρέπεια και δικαίωμα στο όνειρο.
Κανένα σημάδι δε φαίνεται ικανό να αντιστρέψει την κατάσταση, ενώ η Ελλάδα συνεχίζει να ρημάζει αρνούμενη να αποτινάξει τη μετριότητα ως μέσο απάντησης στις αλλαγές που τη φοβίζουν ή δεν κατανοεί ορθά. Η έξοδος από τη μετριότητα απαιτεί σθένος και συλλογικότητα, τα οποία διαφέρουν εντελώς από αυτά που επιδείχθηκαν ως σήμερα, καθώς επι-τυχία είναι η προστιθέμενη αξία στην τύχη.
Από διαχειριστές της, οφείλουμε να γίνουμε αρχιτέκτονές της.