Ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε, όπως ήταν αναμενόμενο με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου, και τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Τουρκία. Αν και οι πολιτικές του δεν είναι πάντα προβλέψιμες, εντούτοις αναμένεται να ακολουθήσει τη γενική κατεύθυνση ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη, μέχρι το 2028 που ολοκληρώνεται η θητεία του.

Αρκετοί γεωπολιτικοί αναλυτές έχουν συζητήσει εάν η Τουρκία θα ταχθεί στο πλευρό των δυτικών θαλάσσιων δυνάμεων ή των ευρασιατικών χερσαίων δυνάμεων στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου 2.0. Αλλά ως κράτος που επιδιώκει να αναδειχθεί εκ νέου, η Τουρκία θα ευθυγραμμιστεί μόνο με τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Για την Άγκυρα, δεν υπάρχει ανάγκη να συνταχθεί με συγκρουσιακούς συνασπισμούς ως μικρότερος εταίρος.

Έχει επιδείξει ισχυρή πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά τους ισχυρούς ενδιαφερόμενους, χωρίς να παίρνει θέση, σε μια πορεία δράσης που θα μπορούσε να επιταχύνει την εμφάνιση της ως σημαντική περιφερειακή δύναμη, ανεξάρτητα από το ποιο μπλοκ θα επικρατήσει τελικά στη συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της παγκόσμιας τάξης. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω διαδρομή αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό την προσέγγιση που ακολουθούν άλλα κράτη με υψηλές γεωπολιτικές φιλοδοξίες όπως η Ινδία, ή περιφερειακές δυνάμεις που πρέπει να αντισταθμίσουν τις παραδοσιακές τους σχέσεις τους σε μια αβέβαιη περίοδο αυξανόμενης αναταραχής, όπως το Ισραήλ.

Η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε ο Ερντογάν από τότε που ανέλαβε την εξουσία συνέχισε να ακολουθεί τον στόχο να επαναφέρει την Τουρκία στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής Μια γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και ένα πραγματικό σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου, η Άγκυρα έχει πολλά πλεονεκτήματα που την καθιστούν απαραίτητη στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Εκτός από τη στρατηγική γεωγραφική θέση, η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια στρατηγική επιρροής, βασισμένη τόσο σε μια εκδοχή του πανισλαμισμού όσο και στις εξαγωγές όπλων, η οποία φαίνεται να αποδεικνύει σταδιακά την αποτελεσματικότητά της στο στρατηγικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσεται.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Υπάρχουν τρεις βασικές συνιστώσες που καθορίζουν τη γεωπολιτική της Τουρκίας: οι σχέσεις με τη Δύση, η διαμόρφωση του Μεγάλου Τουρκικού Κόσμου και η άνοδος της επιρροής της διά της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος.

Οι σχέσεις με τη Δύση

Η Άγκυρα από το 1959 προσπαθεί να διαχειριστεί τις σχέσεις της, πρώτα με την ΕΟΚ και αργότερα με την ΕΕ, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Από το 2010, αυτές οι διαπραγματεύσεις επιβραδύνθηκαν σημαντικά. Οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Βρυξελλών καθορίζονται από αλλεπάλληλες εντάσεις, όπως το Κυπριακό, η μεταναστευτική κρίση 2015-2016, η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και πιο πρόσφατα, η στάση της Άγκυρας απέναντι στη Μόσχα. Και όλα αυτά, στο πλαίσιο της στρατηγικής που ακολουθεί η Ε.Ε. για την ένταξη της Τουρκίας, όχι ως πλήρους μέλους, αλλά με βάση μια ειδική εταιρική σχέση.

Η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από τον Ταγίπ Ερντογάν, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη χώρα από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ώθησαν επίσης την Ε.Ε. να παγώσει τις διαπραγματεύσεις της με την Τουρκία.

Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρά την επίσημη υποστήριξή της προς το Κίεβο, την παράδοση όπλων και το κλείσιμο των στενών της στα ρωσικά στρατιωτικά πλοία από τον Μάρτιο του 2022, η Άγκυρα διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τη Μόσχα και δεν σκοπεύει να συμμετάσχει στη συλλογική Δύση για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία. Έχει κάθε συμφέρον να χρησιμεύσει ως ενδιάμεσος για την παράκαμψη των κυρώσεων αλλά μπορεί επίσης να επωφεληθεί από αυτές για να τοποθετηθεί ως «ενεργειακός κόμβος» της Ε.Ε. και των υποψηφίων χωρών της, διαχειριζόμενη ρωσικούς υδρογονάνθρακες.

Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία κατείχε μια κομβική γεωγραφική θέση την περίοδο του Ψυχρού πολέμου. Ευρισκόμενη στη νότια πλευρά της ΕΣΣΔ, το μόνο σημείο εισόδου και εξόδου του σοβιετικού στόλου από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο ‒ και συγκεκριμένα στη βάση στην Ταρτούς της Συρίας.

Η διάλυση του ανατολικού μπλοκ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν αφαίρεσαν από την Τουρκία τον ρόλο της ως προωθημένου φυλακίου του ΝΑΤΟ. Χάρη στη θέση της στο σταυροδρόμι της Μεσογείου και την άμεση γειτνίασή της με την Αραβική Χερσόνησο, το ΝΑΤΟ χρησιμοποίησε κυρίως το τουρκικό έδαφος για να αναπτύξει οπλικά συστήματα και να ξεκινήσει επιχειρήσεις. Αυτό ισχύει και για τις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, αλλά και για την υποστήριξή στον Διεθνή Συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Επιπλέον, το 2014 με το πάγωμα των σχέσεων μεταξύ Δύσης-Μόσχας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, ανέδειξε για άλλη μια φορά την Τουρκία ως πολύτιμο γεωστρατηγικό χώρο για τη Συμμαχία.

Ωστόσο, λίγο πριν τη κρίση στην Ουκρανία, η Τουρκία ώθησε σε ρήξη τις σχέσεις της με την Ελλάδα (οπλοποίηση του μεταναστευτικού στον Έβρο, στρατιωτικές εντάσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο κ.λπ.) και τη Γαλλία (απειλή κατά γαλλικής φρεγάτας στη Μεσόγειο).

Εκτός από αυτά τα επεισόδια μεταξύ των κρατών μελών της Συμμαχίας, θα πρέπει να υπογραμμιστεί η τουρκική στάση απέναντι στις υποψηφιότητες της Φινλανδίας και της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, που υπέβαλαν την αίτησή τους στον Οργανισμό ως αντίδραση στην επανέναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022. Η Άγκυρα άσκησε το βέτο της για να επιβάλει τους δικούς της όρους στη Φινλανδία και τη Σουηδία. Τον Μάιο του 2023, ενώ η Φινλανδία είναι πλέον μέλος της Συμμαχίας, η Σουηδία εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναμονή από το τουρκικό (και το ουγγρικό) βέτο για την ένταξή της.

Ταυτόχρονα, η σημασία της Τουρκίας για τη Μόσχα αυξάνει. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Θάλασσα της Βαλτικής έχει «κλείσει» για τη Ρωσία, στο βαθμό που είναι πλήρως ελεγχόμενη από τις χώρες του ΝΑΤΟ. Επομένως, η διέξοδος από τη Μαύρη Θάλασσα προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, που ελέγχεται από την Τουρκία, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τη Μόσχα.

Ο τουρκικός Κόσμος

Εκτός από την επιθυμία της να τοποθετηθεί ως σημαντικός παράγοντας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία σκοπεύει επίσης να γίνει μια δύναμη περιφερειακής εμβέλειας εγκαθιστώντας μια μακροπρόθεσμη παρουσία σε τρεις βασικές περιοχές: τα Βαλκάνια, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.

Σε αυτό το πλαίσιο ειδικότερα διαμόρφωσε ένα τουρκικό σχέδιο, με επίκεντρο ένα παντουρκικό αίσθημα: τον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών (ΟTS). Αυτός ο οργανισμός, που δημιουργήθηκε το 2009, συγκεντρώνει την Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Ουζμπεκιστάν και πρόσφατα το Τουρκμενιστάν.

Εκτός από αυτήν την ανοιχτά παντουρκική οργάνωση, η Άγκυρα εφαρμόζει μια στρατηγική επιρροής στο στρατηγικό της περιβάλλον, που βασίζεται σε δύο σημαντικούς κυβερνητικούς φορείς: τον οργανισμό αναπτυξιακής βοήθειας TIKA και την προεδρία των θρησκευτικών υποθέσεων (Diyanet).

Η Τουρκία φαίνεται να εφαρμόζει μια πραγματική «διπλωματία τζαμιών» όπως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, παρούσες επίσης στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ασία, προκειμένου να τοποθετηθεί ως δύναμη του ισλαμικού κόσμου.

Όμως, η Άγκυρα δεν διαθέτει τις δυνατότητες να διαχειριστεί τις χώρες που συμμετέχουν στον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών. Αυτό είναι ένα παιχνίδι για τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Να υπενθυμίσουμε ότι στις 9 Μαΐου έφτασαν στη Μόσχα οι ηγέτες της Λευκορωσίας, της Αρμενίας και όλης της Κεντρικής Ασίας. Γεγονός είναι ότι μια τέτοια εκπροσώπηση τονίζει ότι η Μόσχα, παρά όλα τα προβλήματα, παραμένει σε ισχυρή θέση και οι ηγέτες αυτών των χωρών, αψήφησαν την εκφρασμένη δυσαρέσκεια της Δύσης.

Στις 18-19 Μαΐου οι ίδιες χώρες συμμετείχαν στη Σύνοδο Κίνας-Κεντρικής Ασίας. Το Πεκίνο στοχεύει στη σταθεροποίηση της Κεντρικής Ασίας, ώστε να μην αντιμετωπίζει απειλές στα σύνορά του, ενώ παράλληλα θα αναπαράγει τις συνθήκες που καθιστούν την Κεντρική Ασία, μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες περιοχές του πλανήτη.

Μέσα στα πλαίσια αυτά, η Τουρκία δεν έχει μεγάλα περιθώρια ελιγμών και ανάληψης πρωτοβουλιών.

Η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος

Ο στόχος της Τουρκίας να καταστεί ισχυρή στρατιωτική δύναμη, βασιζόμενη όλο και περισσότερο στις δικές της δυνάμεις, υλοποιείται συστηματικά μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Η Τουρκία εμπλέκεται στρατιωτικά στη Κύπρο από το 1974, στη Συρία από το 2016, στο Ιρακινό Κουρδιστάν από το 2020 και στη Λιβύη από το 2019-2020.

Η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας συνεπάγεται επίσης τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό. Ενώ η Άγκυρα είχε ήδη δύο βάσεις στο εξωτερικό, την πρώτη στην Βόρεια Κύπρο από το 1974 και τη δεύτερη στην Αλβανία από το 1992, τώρα διαθέτει νέα προσωρινά σημεία υποστήριξης στο πλαίσιο των εξωτερικών της επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον ενός στη Λιβύη και δύο στο Ιράκ. Η Τουρκία έχτισε τη μεγαλύτερη υπερπόντια στρατιωτική της βάση στο Κατάρ το 2016, επιτρέποντάς της να σταθμεύσει 5.000 στρατιώτες. Ένα χρόνο αργότερα, εγκαινίασε μια βάση στο Μογκαντίσου στη Σομαλία και στη συνέχεια απέκτησε την ίδια χρονιά μια παραχώρηση στο σουδανικό νησί Σουακίν στην Ερυθρά Θάλασσα.

Παράλληλα, η Τουρκία απέκτησε πρόσβαση στα εδάφη του Ναγκόρνο Καραμπάχ, μέσα από ένα Κέντρο Παρατήρησης Εκεχειρίας μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν.

Οι κινήσεις στο εξωτερικό συνοδεύονται και από κινήσεις στο εσωτερικό, κυρίως στο χώρο της αμυντικής βιομηχανίας. Το εμπάργκο που έθεσαν σε εφαρμογή η Γαλλία και η Γερμανία στην πώληση όπλων στην Τουρκία το 2019 ώθησε την Άγκυρα να βελτιώσει τη στρατηγική της αυτονομία. Τώρα στοχεύει να παράγει το 100% των όπλων της, αφού το 2021, παρήγαγε το 70% του οπλισμού της και αρχίζει να διεκδικεί μια θέση μεταξύ των μεγάλων εξαγωγέων όπλων.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η Άγκυρα σκοπεύει επίσης να βελτιώσει τις διαστημικές της ικανότητες, καθώς και να αποκτήσει τον δικό της διαστημικό σταθμό, που θα κατασκευαστεί στη Σομαλία.

Τα drones που κατασκευάζει η τουρκική πολεμική βιομηχανία, αποτελούν σημείο επαφής με διάφορες χώρες και έχουν πιστοποιήσει την αξία τους στο δίκτυο των τουρκικών διεθνών σχέσεων. Τα drones θεωρούνται ως «εργαλεία επιρροής». Η ευελιξία, η οικονομική προσιτότητα και η αποτελεσματικότητα του τουρκικού TB-2 έχουν καταστήσει το drone με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία. Το ενδιαφέρον για αυτό το είδος της τεχνολογίας μάχης προκαλεί πολλαπλασιασμό νέων όπλων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με πολλές χώρες που, επίσης με γνώμονα τη θετική εμπειρία του Bayraktar, έχουν θέσει ως στόχο να εισέλθουν στον επικερδή αμυντικό τομέα με τις αυτόχθονες βιομηχανίες, τόσο για να μειώσουν την πίεση στους προϋπολογισμούς τους, έχοντας τη δυνατότητα να αγοράζουν σε εθνικό επίπεδο, όσο και για να μπορούν να υποστηρίξουν τους συμμάχους σε όλη την περιοχή με μοχλό το στρατιωτικό υλικό.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η Τουρκία δεν είναι μέλος του γεωπολιτικού στρατοπέδου κανενός άλλου. Αντίθετα, βρίσκεται στο κέντρο ενός δικού της στρατοπέδου. Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 2000, η Τουρκία έχει ακολουθήσει μια ενεργή γεωστρατηγική με στόχο να αυξήσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη δύναμη και την επιρροή της στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, την Ανατολική Ευρώπη, στη Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια μεταξύ άλλων μερών του κόσμου.

Η κατανόηση της Τουρκίας για τον εαυτό της είναι ξεκάθαρα, πλέον, αυτή μιας γεωπολιτικά ανεξάρτητης περιφερειακής δύναμης. Σε αυτό, μοιάζει με κάποιες άλλες χώρες των οποίων η ισχύς έχει αυξηθεί πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η Ινδία και το Ιράν. Υπάρχουν όμως κρίσιμες πτυχές στις οποίες διαφέρει από αυτές.

Η Ινδία αγωνίζεται για επιρροή στη λεκάνη του Ινδικού Ωκεανού και στη Νότια Ασία. Αλλά οι φιλοδοξίες της είναι ασυμβίβαστες με εκείνες της Κίνας, της οποίας η αναζήτηση για παγκόσμια κυριαρχία απαιτεί να κυριαρχήσει στον Ινδο-Ειρηνικό. Επομένως, ενώ αναμφίβολα είναι μια ανεξάρτητη δύναμη στις επιλογές της, η Ινδία πρέπει να συνεργαστεί στενά με άλλους αντιπάλους της Κίνας, ή να έρθει σε συμβιβασμό μαζί της.

Το Ιράν, αντίθετα, βρίσκεται σε έναν ασυμβίβαστο αγώνα με τις ΗΠΑ. Στόχος της εξωτερικής πολιτικής του κυβερνώντος καθεστώτος του είναι η ηγεμονία στη Μέση Ανατολή. Αυτό δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτό από τους Αμερικανούς. Ωστόσο, αυτός ο στόχος είναι ένα βασικό μέρος της ιδεολογίας του καθεστώτος της Τεχεράνης. Ως εκ τούτου, θα παραμείνει σε ισχύ όσο διαρκεί αυτό το καθεστώς. Η προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία, αναμένεται να διαμορφώσει νέες ισορροπίες στη περιοχή.

Η Τουρκία δεν είναι υποχρεωμένη να παραμείνει κοντά στις ΗΠΑ, όπως η Ινδία, και δεν βρίσκεται σε έναν αναπόδραστο αγώνα ενάντια στις ΗΠΑ, όπως το Ιράν. Οι φιλοδοξίες της στη Μέση Ανατολή δεν είναι τόσο αδιάλλακτα ηγεμονικές όσο οι ιρανικές, γεγονός που επιτρέπει στην Άγκυρα πολύ μεγαλύτερη ευελιξία. Η μέθοδος της Τουρκίας ήταν να πραγματοποιεί ελιγμούς μεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων, αναζητώντας κάθε ευκαιρία να αυξήσει τη δική της επιρροή.

Η Τουρκία συμμετείχε σε πολέμους αντιπροσώπων κατά της Ρωσίας, με κάποια επιτυχία, στην περιοχή Ιντλίμπ της Συρίας και στη Λιβύη, όπου απέτρεψε την κατάληψη της Τρίπολης από δυνάμεις ευθυγραμμισμένες με τη Ρωσία που υποστηρίζονται από την Ομάδα Βάγκνερ. Οι δύο δυνάμεις έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στον Νότιο Καύκασο και στα Δυτικά Βαλκάνια. Κι όμως, η Τουρκία διατηρεί στενή σχέση συνεργασίας με τη Ρωσία.

Η θέση της Άγκυρας και η κριτική του Ερντογάν σχετικά με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την Ουκρανία και όλους τους υποστηρικτές της. Ωστόσο, όλοι είναι συγκρατημένοι στις αντιδράσεις τους σε αυτό, γιατί την ίδια στιγμή η Τουρκία παρέχει βοήθεια στην Ουκρανία σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι ελιγμοί της Τουρκίας υποχρεώνουν όλες τις άλλες πλευρές που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους να σέβονται τα τουρκικά συμφέροντα, είτε τους αρέσει η συμπεριφορά της Άγκυρας είτε όχι.

Είναι σημαντικό να αποδεχτούμε ότι τα θεμέλια της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, ασχέτως αν τοποθετήθηκαν από τον Ταγίπ Ερντογάν, δεν συνδέονται απαραίτητα με κανένα πολιτικό κόμμα. Εάν το κυβερνών ΑΚΡ και ο Ερντογάν αντικατασταθούν από άλλους πολιτικούς, αυτό θα αφαιρούσε από τη διεθνή σκηνή τον προσωπικό τρόπο του Ερντογάν να κάνει λεπτούς ελιγμούς, αλλά όχι τη θεμελιώδη πραγματικότητα της γεωστρατηγικής και της ανεξάρτητης διεθνούς στάσης της Τουρκίας. Αυτά είναι, κατά πάσα πιθανότητα, εδώ για να μείνουν.

Σε αντίθεση με τη Βρετανία ή την Ιαπωνία, η Τουρκία δεν είναι στενός φίλος των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τα καθεστώτα στο Πεκίνο, τη Μόσχα και την Τεχεράνη, δεν είναι ένας απλός αντίπαλος.

Με την Τουρκία, επομένως, μια σελίδα από την πραγματιστική διπλωματία του 18ου και του 19ου αιώνα μπορεί να είναι πιο χρήσιμη από την ιδεολογικοποιημένη διπλωματία του Ψυχρού Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου 2.0.

ΠΗΓΗ: geoeurope.org