ΛΙΓΟ ΙΣΤΟΡΙΑ. Ο κατώτατος μισθός θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά την δεκαετία του 1930 στην Νότιο Αφρική από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του εθνικιστικού Εθνικού Κόμματος υπό τον Τζέιμς Χέρτσογκ. Το σκεπτικό του ήταν να αποκλείσει τους μαύρους ανειδίκευτους εργάτες από την αγορά εργασίας.

Του Αντώνη Κρούστη

Το 2013 σε αντίθεση με τη Νότια Αφρική οι Ελβετοί κλήθηκαν να ψηφίσουν σε δημοψήφισμα αν θέλουν θεσμοθέτηση Κατώτατου μισθού στο ύψος των 4.000 φράγκων ή 3300 ευρώ. Η απάντηση ήταν ΟΧΙ με 76,3%. Το σκεπτικό των Ελβετών ήταν ότι θα έπληττε την επιχειρηματικότητα στη χώρα τους και θα αύξανε την ανεργία.

Αν παρατηρήσει κανείς ποιες είναι οι περισσότερο κοινωνικά χώρες στον κόσμο και την μικρότερη ανεργία, είναι αυτές που δεν έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό (Σουηδία, Νορβηγία, Φιλανδία, Δανία, Ελβετία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, το Χονγκ Κονγκ, η Ιαπωνία κα).

Το 2014 για πρώτη φορά στη Γερμάνια θεσπίστηκε κατώτατος μισθός μετά από πιέσεις του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στον κυβερνητικό σχηματισμό, με όλες τις επιφυλάξεις του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και τις προειδοποιήσεις για αύξηση της ανεργίας (άνω του ενός εκατομμύριου θέσεων εργασίας) από την «Deutsche Bank» και το «Οικονομικό Ινστιτούτο Ifo».

Αξίζει όμως να τονίσουμε ότι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης όπως και στη Γερμανία οι μισθοί προσδιορίζονται κατά κύριο λόγο από την παραγωγικότητα στο πλαίσιο αποτελεσματικής συνεννόησης των κοινωνικών εταίρων.

Αν αναρωτιέστε με ποια χώρα ομοιάζει περισσότερο η Ελλάδα εν έτη 2017, μάλλον θα βρείτε κοινά σημεία με αυτά της Νότιας Αφρικής του 1930. Η αναχρονιστική θεσμοθέτηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα αποκλείει τους ανειδίκευτους και μη, ανέργους να μπουν στην αγορά εργασίας με την επιχειρηματολογία ότι θα συμπαρασύρει τους μισθούς προς τα κάτω.

Εύλογα θα πει κανείς! Η κατάργηση του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά αν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο συνολικά απελευθέρωση της οικονομίας της αγοράς. Αντιθέτως θα αυξήσει την επιχειρηματικότητα, την παραγωγικότητα και θα μειώσει δραστικά την ανεργία. Και τα τρία μαζί αυξάνουν ραγδαία τα εισοδήματα των εργαζομένων.

Η λογική των Συλλογικών Συμβάσεων να καθορίζει την αύξηση των μισθών με νομοθετικές ρυθμίσεις και βάση της διακύμανσης του πληθωρισμού και όχι με την απόδοση της επιχείρησης, είναι ένα από τα στρεβλά που συμβαίνουν στο εν Ελλάδι σοσιαλιστικό σύστημα που στοχευμένα επέβαλλαν τα συνδικάτα ως αποτέλεσμα νίκης του «ταξικού τους αγώνα». Εναντίον ποιου; Προφανώς εναντίον αυτών που θεωρητικά υπερασπίζονται . Τους εργαζομένους.

Αν για παράδειγμα , μια επιχείρηση είχε αύξηση κερδών 20% ετησίως, γιατί να επιβάλλεται αύξηση μόνο 2% όσο ο πληθωρισμός, θεσμοθετώντας στην ουσία την εκμετάλλευση της «υπεραξίας της εργασίας» από τους επιχειρηματίες με την υπογραφή των αριστερών κόμματων και συνδικάτων; Ποιος λοιπόν έχασε μ’αυτό το «φιλεργατικό» μέτρο, πλην των ίδιων των εργαζομένων;

Αντίθετα πάλι, αν μια επιχείρηση δεν είχε ανάπτυξη αλλά ζημίες, και ήταν υποχρεωμένη να δώσει αυξήσεις π.χ. 2% βάση της συλλογικής σύμβασης, ενώ αδυνατεί να το κάνει, δεν αποτελεί η υποχρεωτική καταβολή τους χαριστική βολή για την επιχείρηση και τους εργαζομένους της; Ποιος λοιπόν κέρδισε μ’αυτόν τον «φιλεργατικό» νόμο, πέραν των συνδικαλιστών που τον επέβαλλαν;

Έτσι λοιπόν είχαμε νόθευση του ανταγωνισμού με εταιρείες να ωφελούνται τα μέγιστα και εταιρείες να κλείνουν από ένα και μόνο παρεμβατικό νόμο στη λειτουργία της αγοράς.

Οι αυξήσεις και η ευημερία των εργαζομένων δεν κερδίζεται στα πεζοδρόμια των διαδηλώσεων , αλλά στο στίβο της οικονομικής δραστηριότητας που επιτυγχάνεται μόνο σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς, τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στην αγορά εργασίας.