Αν οι Ιταλοί καθιέρωσαν την πίτσα ως παγκόσμιο ιταλικό διατροφικό προϊόν, γιατί άραγε οι Έλληνες δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο με την φέτα και το ελαιόλαδό τους;

Tου Ραιημόν Μυλλεκάν*

Ο άνθρωπος του μάρκετινγκ που επισκέπτεται και προσπαθεί να γνωρίσει την Ελλάδα έχει την ευκαιρία να θέσει στον εαυτό του αρκετά ερωτήματα.

Αυτό έκανα και εγώ όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά την όμορφη και από κάθε άποψη ιστορική αυτή χώρα, η οποία πάσχει σοβαρά από ένα έλλειμμα: αυτό της ικανότητάς της να μπορεί να προωθεί στις αγορές τα πολύ σημαντικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Το γιατί αυτό δεν συμβαίνει είναι προφανώς μία μεγάλη ιστορία.

Μία ιστορία που πιθανότατα να δικαιώνει τον σημερινό Έλληνα φιλόσοφο κ. Στέλιο Ράμφο, ο οποίος, σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα Λιμπερασιόν είπε μεταξύ άλλων και τα εξής ενδιαφέροντα για έναν μελετημένο άνθρωπο του μάρκετινγκ:

«Κυκλοφορήστε στην χώρα, μιλήστε με ανθρώπους, ακούστε τους… Θα καταλάβετε ότι οι Έλληνες δεν είναι καθόλου ορθολογικοί, δεν λογίζονται όπως οι Δυτικοευρωπαίοι.

Δεν γνώρισαν την Αναγέννηση. Η ιστορία τους δεν σφυρηλάτησε ατομικές συνειδήσεις. Η διανοητική τους δομή παρέμεινε κατά κάποιον τρόπο ατροφική, επικεντρωμένη στα προβλήματα της στιγμής.

Όμως, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα προωθήθηκε στην κατηγορία των σύγχρονων χωρών χωρίς να έχει δημιουργήσει ένα πραγματικό κοινωνικό συμβόλαιο… Η συλλογικότητα είναι άγνωστη στην χώρα και όλα περνούν μέσα από προσωπικές σχέσεις. Το να οικοδομήσεις κάτι με τον άλλο, με τον μακρινό πολίτη, δεν έχει νόημα.

Η πελατειακή δομή του ελληνικού κράτους και των κομμάτων έχει βαθύτατες πολιτιστικές ρίζες. Οι Ευρωπαίοι στοιχημάτισαν ότι το ευρώ θα άλλαζε τις νοοτροπίες. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η φθηνή πίστωση επέτρεπε να ικανοποιούνται οι ανάγκες οικογενειών και φατριών… Σήμερα οι Έλληνες είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Σκέπτονται όπως σκέπτονταν τον 18ο αιώνα… Κατά συνέπεια, είναι πολύ δύσκολο να δεχθούν την νεωτερικότητα και να κινητοποιηθούν για να πετύχουν εθνικούς στόχους, να κάνουν πράξη μεγάλα οράματα…».

Αν και σκληρά, τα λόγια αυτά εκφράζουν όντως μία πραγματικότητα. Ωστόσο, στην Ελλάδα γνώρισα και την άλλη όψη του νομίσματος. Ήλθα σε επαφή με συναδέλφους μου που δεν έχουν τίποτα απολύτως να ζηλέψουν από τους καλύτερους στην Ευρώπη.

Το ίδιο μπορώ να πω και για κάποιους επιχειρηματίες, που ξέρουν να δημιουργούν και να διαπρέπουν. Όχι, η Ελλάδα έχει δυνατότητες –και πολλές μάλιστα. Ένα πράγμα πρέπει να πετύχει, γρήγορα.

Να απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις της και να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα. Είναι κρίμα να βλέπει κανείς χιλιάδες νέους να εγκαταλείπουν την χώρα γιατί οι συνθήκες που επικρατούν δεν επιτρέπουν την αυτοολοκλήρωση και διαγράφουν την ελπίδα.

Από την άποψη αυτή, η ελληνική γεωργική παραγωγή μπορεί να γίνει σοβαρό όχημα εξωστρέφειας και παραγωγής υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η φέτα και το ελληνικό ελαιόλαδο είναι υψηλής στάθμης ποιοτικά προϊόντα, που πάσχουν από μάρκετινγκ.

Η διεθνής προβολή τους είναι ανεπαρκέστατη, κάτι που δεν δικαιολογείται στις σημερινές συνθήκες κρίσης. Είναι λοιπόν ανάγκη οι παραγωγοί και οι μεταποιητές να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να δημιουργήσουν έξυπνη επώνυμη ζήτηση και να χρησιμοποιήσουν όσο πιο αποτελεσματικά μπορούν τις ευκαιρίες που προσφέρει το Διαδίκτυο.

Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων, η οποία, για να μπορέσει να βελτιωθεί, πρέπει απαραιτήτως να ενισχύσει την εξωστρέφειά της. Είναι δε αυτονόητο ότι προέχει η προβολή της εικόνας της ως προϋπόθεση επώνυμης ζήτησης.

* Διεθνής σύμβουλος μάρκετινγκ με έδρα το Βέλγιο