Ναι μεν ο ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα παραμένει κυβέρνηση λόγω παλαιού ΠΑΣΟΚ, πλην όμως είναι αδύνατον να επαναληφθεί το παρελθόν;
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από την εισαγωγή και εφαρμογή στην Ελλάδα του πρώτου μνημονίου και την άμεση συνέπειά του, που ήταν η πτώση της κυβέρνησης Γιώργου Αν. Παπανδρέου και η ουσιαστική διάλυση του ΠΑΣΟΚ, ξεκινούσε για τον Αλέξη Τσίπρα αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «η μεγάλη πολιτική ευκαιρία».
Εκλεγμένοι με ποσοστό σχεδόν 44% τον Οκτώβριο 2009, δύο χρόνια αργότερα ο Γ. Α. Παπανδρέου και το κόμμα του είχαν χάσει 10 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι σε απόλυτο αριθμό περισσότερους από 1.200.000 ψηφοφόρους. Προφανώς δε, η πλειονότητα αυτών είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ παρασυρμένοι από το σύνθημα λεφτά υπάρχουν, όταν ο Κώστας Καραμανλής διαβεβαίωνε ότι τυχόν επανεκλογή του θα οδηγούσε σε λιτότητα. Κατά συνέπεια, όταν είδαν και ένοιωσαν την πραγματικότητα, «την έκαναν».
Επίσης, καμμία έκπληξη τότε για την Νέα Δημοκρατία και το 33,7% που έπαιρνε στις βουλευτικές εκλογές του 2009 –ποσοστό, όμως, που είχε και έχει ακόμα μεγάλη σημασία, αν θελήσει κανείς να το αναλύσει και να το εκτιμήσει προσεκτικά και νηφάλια.
Έτσι, μετά την παραίτηση του Γ. Α. Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας είχε μπροστά του μία δεξαμενή 1.500.000 ψηφοφόρων, οι οποίοι πλέον δεν αναζητούσαν στέγη για «περισσότερα λεφτά» αλλά για να διασώσουν αυτά που είχαν –ελπίζοντας επίσης ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έφερνε και νέα βροχή δανείων.
Από γενικότερης δε πλευράς, τα μνημόνια του 2011 είχαν φέρει στην επιφάνεια και όλες τις στρεβλώσεις του δικομματικού συστήματος, καταδεικνύοντας την σοβαρή αδυναμία του να αντιμετωπίσει τα πολύ σοβαρά προβλήματα του τόπου. Η αίσθηση μίας διαχειριστικής ανεπάρκειας υπονόμευε την αξιοπιστία των μεγάλων κομμάτων, τα οποία πλέον αγωνίζονταν να κερδίζουν χρόνο χωρίς να επιλύουν ζωτικά διαρθρωτικά προβλήματα μίας εγκλωβισμένης κοινωνίας και της καταρρέουσας οικονομίας της.
Βεβαίως, το 2011 το πρόβλημα δεν ήταν νέο. Όπως πολύ σωστά γράφει ο Γιάννης Λούλης στο βιβλίο του Ο Δρόμος Προς Την Άβυσσο, από τα μέσα της δεκαετίας τού ’90 ήταν φανερό πως έπρεπε να γίνουν αλλαγές ουσίας, όχι μόνον στο κράτος αλλά και στα δύο μεγάλα κόμματα. Έπρεπε να «ανοίξουν» για να προσελκύσουν ένα άλλου επιπέδου προσωπικό, αλλά και να αποβάλουν ή να περιορίσουν τον εθισμό τους στις πελατειακές σχέσεις.
Αυτές, άλλωστε, αποτελούσαν σχεδόν αυτοσκοπό. Το τελευταίο που χρειαζόταν, ειδικά από την δεκαετία τού ’90 και μετά, ήταν τα κόμματα να έχουν ως σπονδυλική τους στήλη τους λεγόμενους «επαγγελματίες πολιτικούς». Αντίστροφα, όφειλαν να επενδύσουν σε επιτυχημένους επαγγελματίες, οι οποίοι έπρεπε να προσελκυστούν για να εμπλουτίσουν τον χώρο της πολιτικής.
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε και έτσι, σταδιακά, η κοινή γνώμη ταύτιζε τα κόμματα με κλειστές ομάδες μετρίων που έκαναν τα πάντα για να προφυλάξουν και να διαιωνίσουν την σταδιοδρομία τους. Στην ουσία, διαμόρφωναν μία τάση για «δημοσιοϋπαλληλοποίηση» του χώρου της πολιτικής. Ένας μικρόκοσμος προσλαμβανόταν ότι συνομιλούσε, χρησιμοποιώντας την ίδια ξύλινη γλώσσα, με τον εαυτό του και όχι με την κοινωνία.
Η κεντρική εστία της απαξίωσης των κομμάτων και του προσωπικού τους ήταν, όμως, κυρίως μία: η αδυναμία να αντιμετωπίσουν προκλήσεις και να λύσουν προβλήματα. Και όσο οι προκλήσεις και τα προβλήματα έμοιαζαν σχετικά περιορισμένα, η στάση της κοινής γνώμης ήταν απλώς ένα κράμα αποστασιοποίησης, ανοχής και απαξίωσης –μέχρι να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά η απαξίωση. Με αποτέλεσμα, στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 να ενδυναμωθεί ένα κόμμα-έκτρωμα όπως η Χρυσή Αυγή και να ενισχυθεί ο λαϊκισμός σε όλα τα επίπεδα.
Παράλληλα, όμως, η απαξίωση ευνοούσε απόλυτα έναν νέο και άφθαρτο τότε πολιτικό, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έβλεπε την εξουσία να έρχεται στην αγκαλιά του «δώρον εξ ουρανού». Υιοθετώντας, λοιπόν, την γνωστή και δοκιμασμένη τακτική του άκρατου λαϊκισμού –τη οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου την περίοδο 1977-1981 για να καταλάβει την εξουσία – ο Αλέξης Τσίπρας ουσιαστικά υποσχόταν στους άστεγους του ΠΑΣΟΚ την «επαναπασοκοποίηση» της οικονομίας, ερήμην βέβαια της συγκυρίας. Αλλά ποιος καταλάβαινε από τέτοια…
Την ίδια τακτική ακολουθεί και σήμερα. Γι αυτό και θέλει με οποιοδήποτε κόστος να παραμείνει στην εξουσία. Όσο παραμένει σε αυτήν, ενισχύει την παρουσία ανθρώπων του στις αρθρώσεις της και αυτό αποτελεί υποθήκη για το μέλλον.
Παράλληλα, όμως, στο επίπεδο αυτό, ο Αλέξης Τσίπρας εξυπηρετεί και έναν άλλο σοβαρό για το μέλλον στόχο του. Καθιερώνει την παρουσία του σε έναν ιδιόμορφο μεσαίο χώρο, που είναι αυτός της δημοσιοϋπαλληλίας, των μικρεμπόρων, των συντεχνιών και γενικά όλων αυτών των στρωμάτων που αντιπροσωπεύουν την καθυστέρηση. Τα στρώματα αυτά ήθελαν και ακόμα θέλουν σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα μέλος της ΕΕ κα του ευρώ, αφ’ ενός, για να εισπράττουν επιδοτήσεις και, αφ’ ετέρου, για να καλύπτονται από την νομισματική σταθερότητα της ΟΝΕ. Δεν επιθυμούν όμως καμμία μεταρρύθμιση και αλλαγή σε δομές και διαδικασίες.
Τα στρώματα αυτά στην ουσία είναι θύματα της μεγαλύτερης πολιτικο-οικονομικής απάτης που έγινε στην νεοελληνική ιστορία από το 1974 και μετά. Στο όνομα της προόδου και της δημοκρατίας, η ελληνική κοινωνία όχι μόνον ισοπεδώθηκε, όχι μόνον διεφθάρη από τον κρατισμό και τις πελατειακές σχέσεις, αλλά και οδηγήθηκε στην πλήρη σχεδόν δημιουργική απονεύρωση. Εθίστηκε έτσι στον άκρατο δανεισμό, στην «αρπακόλλα», στην διαπλοκή, στην αντιεπιχειρηματική ρητορική, με αποτέλεσμα, όπως θα έλεγε και ο Χ.Σπένσερ, σήμερα να απειλείται από έναν επικίνδυνο «κοινωνικό δαρβινισμό». Αυτόν, δηλαδή που καλλιεργεί το «εγώ» ως υπέρτατο στοιχείο επιβίωσης εις βάρος του «εμείς».
Ο δαρβινισμός αυτός, που μπορεί να έχει δραματικές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, αποτελεί για τον Αλ. Τσίπρα την «αχίλλειο πτέρνα» του. Γιατί; Μα, διότι πιέζεται από τους δανειστές και εταίρους μας να εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, απελευθερωτικές για μία αιχμάλωτη στον λαϊκισμό και την ακινησία κοινωνία, όμως ταυτοχρόνως πρέπει να «πουλήσει» την πολιτική αυτή στο πιο αντιδραστικό, διαπλεκόμενο και διεφθαρμένο κομμάτι της κοινωνίας μας. Αυτό που είναι η σημερινή του πελατεία. Θα το πετύχει;