Απολογείται στο δικαστικό Μέγαρο Ρεθύμνου αυτή την ώρα ο 44χρονος δράστης της δολοφονίας του 22χρονου στον Μυλοπόταμο στην Κρήτη.
Ο 44χρονος κατηγορείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ο κατηγορούμενος για το φονικό ανέφερε: «Ενώ βρισκόμουν στο πατρικό μου κατά τις 13:30 όσο μπορώ να θυμάμαι την ώρα, ήρθε ο αδελφός μου ο Γιάννης και μου είπε ότι πήγαινε για να πάρει καφέ σε πλαστικό από τον Άγιο Μάμα και ενώ πέρναγε έξω από το σπίτι της αδελφής των Χ….., εξωτερικά της οικίας, ήταν ο συγχωρεμένος Κώστας Χ. και τον έβριζε χυδαία, τόσο όταν πήγαινε όσο και όταν επέστρεφε.
Σημειωτέον ότι για να κινηθεί κάνεις εντός και εκτός του χωριού στο 95% των περιπτώσεων περνάει μπροστά από την οικία της αδελφής των Χ…… Εγώ του είπα του αδελφού μου του Γιάννη να μην δώσεις σημασία, ότι είναι κακός χαρακτήρας και προκαλεί συνέχεια για να δημιουργεί καβγάδες και όπως θυμάμαι ότι του είπα: “Γύρευε τη δουλειά σου”. Καθίσαμε στο σπίτι και βάλαμε κάτι και τρώγαμε και μετά από καμιά ώρα δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, έφυγα με τον Γιάννη να πάμε στα πρόβατα και αυτός να κάνει κάποια δουλειά που είχε στο αμπέλι του.
Τη στιγμή που περνάγαμε μπροστά από το σπίτι αυτό ήταν έξω ο Κώστας Χ. Στέκεται στο δρόμο και μόλις μας βλέπει αρχίζει να μας βρίζει χυδαία ως εξής: “Θα σας γ** όλους τους Κ…. γ το μ.... της μάνας σας γ και τον πατέρα σας”, καθώς και άλλες ίδιες και αγοραίες φράσεις. Τότε κατέβηκε ο Γιάννης κάτω χωρίς να τον προλάβω να τον σταματήσω και συνεπλάκη με τον συγχωρεμένο Κώστα Χ. Εγώ τότε κατέβηκα να τους χωρίσω, αλλά δεν χρειάστηκε γιατί είχε σπεύσει ο αδελφός του και τότε αρχίσαμε τα λόγια με τον πατέρα του Κώστα Χ. και του είπα: “γιατί δεν τον μαζεύεις;” και μου απάντησε: “Τι να τον κάνω; Τη ζημιά που σου έκανα στο αμάξι να την φτιάξω…” Δεν διήρκεσε πάνω από δύο με τρία λεπτά και μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε προς την κατεύθυνση του Αγίου Μάμα, αλλά ταραγμένοι όπως ήμασταν δεν είχαμε διάθεση να πάμε στη δουλειά και κάναμε έναν τεράστιο κύκλο για να γυρίσουμε στο σπίτι μας και να μη συναντηθούμε με τον συγχωρεμένο. Επιστρέφοντας στο σπίτι μάζεψα τα πράγματά μου για να φύγω για Ρέθυμνο.
Το άλλο παιδί μου έπαιζε με τα ξαδερφάκια του και έμεινε στο χωριό για την άλλη μέρα, που δεν είχε σχολείο. Μετά από κάποια ώρα που έφυγα περνώντας πάλι έξω από την οικία της αδελφής τον Χ…., βλέπω τη μητέρα μου και τον συγχωρεμένο Κώστα, να είναι μπροστά της και να τη βρίζει ως εξής: “γ... το μ.... της π.....*” και ξαφνικά τον αδελφό του Χ…. Μ. να του επιτίθεται φραστικά: “Τι σου φταίει κωλόπαιδο η γυναίκα και τη βρίζεις;” και στη συνέχεια τον χτύπησε. Εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω εκεί και να κάνω στροφή για να πάρω τη μητέρα μου και πήγα πιο πάνω και έκανα στροφή για να φύγω. Αλλά εν τω μεταξύ η μητέρα μου είχε φύγει από εκεί.”