Παρασκευή
15 Νοεμβρίου 2024

Νέες συγκλονιστικές καταθέσεις για τη φωτιά στο Μάτι: «Μαμά καίγομαι»

Ελλάδα

Συνεχίζεται η δίκη για την φονική φωτιά στο Μάτι, με κάθε κατάθεση εγκαυματία να συγκλονίζει.

Η εγκαυματίας 4ου βαθμού, Κάλλι Αναγνώστου, κατέθεσε στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, περιγράφοντας. Η μάρτυρας περιέγραψε τη συγκλονιστική «μάχη» που έδωσε η ίδια, ο γιος της, ο πεθερός της και η πεθερά της με τις φλόγες προκειμένου να σωθούν στις 23 Ιουλίου 2018.

Ο σύζυγος της ήταν ο μόνος που βρισκόταν στο εξωτερικό. Εκείνη με το γιο της είχαν έρθει να γλυτώσουν από τη ζέστη. Τελικά και οι δύο υπέστησαν βαριά εγκαύματα και βίωσαν τον απόλυτο εφιάλτη που θα τους ακολουθεί μία ζωή.

Η κ. Αναγνώστου μάλιστα ζήτησε από το Δικαστήριο να ακουστεί ένα ηχογραφημένο μήνυμα του γιου της, για όσα έγιναν.
Το μήνυμα του γιου της

«Θέλω να σας ζητήσω όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μην μείνει έτσι. Δυστυχώς εκείνος δεν έχει φωνή να σας το πει, εμείς έχουμε. Μου ζήτησε ο γιος μου να σας πω να γίνει κάτι να μην συμβούν ξανά όλα αυτά» ανέφερε η μάρτυρας και έπαιξε το ηχογραφημένο μήνυμα στο οποίο το αγόρι μεταξύ άλλων ανέφερε:

«Η ζωή μου πριν τη φωτιά ήταν καλύτερη και τώρα δεν είναι. Καήκαμε και δεν χαιρόμαστε για αυτό. Κανείς δεν χαίρεται όταν καίγεται. Ελπίζουμε να σας πουν να φύγετε από τα σπίτια σας,όταν θα έχει φωτιά»

«Φύγαμε από το Ντουμπάι και καήκαμε εδώ»

Η μάρτυρας άρχισε την κατάθεση της λέγοντας πως: «Ήρθαμε να γλιτώσουμε από ζέστη του Ντουμπάι και καήκαμε ζωντανοί εδώ. Κοιμόμασταν αγκαλιά με το γιο μου. Κατά τις 5:30 το απόγευμα, ξύπνησα διότι μου μύριζαν καπνοί. Όπως ήμουνα το κρεβάτι και με το παιδί αγκαλιά άρχισα να ψάχνω στο κινητό.

Επειδή δεν έβρισκα κάτι μου κίνησε υποψίες. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας. Οι μόνες αναφορές που έβρισκα ήταν για Κινέτα. Αποφάσισα έξι παρά να κατέβω κάτω. Έβλεπα μία μαυρίλα περίεργη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε τίποτα ούτε σειρήνα, ούτε πυροσβεστικό ούτε τίποτα».

Κατεβαίνω κάτω όπου είναι πεθερός μου και αυτός ανήσυχος. Το συζητάμε, κάνουμε βόλτες γύρω από το σπίτι. Γύρω εκεί αποφασίζω να βγω στην βεράντα. Μπαίνω μέσα. Δεν άκουγα τίποτα. Τα μόνα που ακούσαμε εκείνη την ώρα ήταν τα λόγια του δημάρχου Ραφήνας ότι η φωτιά πάει προς Διόνυσο.

Λέω δεν μπορεί, ήξερα τι ένιωσα στο χέρι μου, μία καύτρα, αυτή η καύτρα με έκαψε. Συνεχίζουμε να παίρνουμε τηλέφωνά πυροσβεστική, αστυνομία. Λέμε με τη λογική ότι εάν υπήρχε κάτι, θα μας ειδοποιούσαν».

«Μαμά θα πεθάνουμε»

Όπως περιέγραψε η μάρτυρας από εκείνη τη στιγμή άρχισε να ανησυχεί και ο γιος της, 5,5 ετών. «Κατεβαίνει ο μικρός και μου λέει «γιατί με άφησες μαμά από κρεβάτι». Εκεί κόβεται το ρεύμα. Αποφασίζω να ανέβω πάνω να πάρω μερικά ρούχα. Βλέπω τη φωτιά από παράθυρο.Όπως κατεβαίνω κάτω βλέπω φλόγες από δεξιά και αρχίζω να ουρλιάζω «καιγόμαστε.» Λέω δεν μπορεί να συμβαίνει, είναι όνειρο εφιάλτης. Αρχίζω να φωνάζω «Κωνσταντίνε ντύσου, φεύγουμε τώρα.

Μας είπαν ότι η φωτιά πάει στο Διόνυσο. Αν δεν μας το είχαν πει, εγώ θα είχα φύγει με το παιδί μου. Το παιδί αρχίζει να ουρλιάζει. «Μαμά θα πεθάνουμε, μαμά θα φύγουμε» Εγώ του έλεγα, «ντύσου να φύγουμε». Ο πεθερός μου αρχίζει να προσπαθεί να ανοίξει την γκαραζόπορτα χειροκίνητα αλλά δε μπορεί».

Εκεί άρχισε ο εφιάλτης για τη μάρτυρα. «Θυμάμαι ότι ήταν 18: 18 που η πόρτα μου έκαψε χέρι. Εκεί τρώω το πρώτο κύμα και αρχίζω να βράζω. Από κάτω μαυρίλα με κυκλώνει. Δε μπορώ να δω τίποτα ούτε στο μισό μέτρο. Ακούω βοές, φωτιές. Ο γιος μου ήρθε με αγκάλιασε και έπεσε κάτω και άρχισε να ουρλιάζει «καίγομαι καίγομαι».

Καίγεται στην πλάτη. Σκίζεται το δέρμα του και εγώ έχω χώσει τα νύχια μου και μου ουρλιάζει καίγομαι κι εγώ του λέω σήκω να φύγουμε. Και του λέω τρέχα μόνο τρέξε. Το μόνο που ακούγεται είναι φλόγες και αέρας. Το μόνο που νοιώθουμε είναι καπνιά. Αν θέλετε να σας πω πως νιώθεις μπορώ με κάθε λεπτομέρεια. Νιώθεις ότι όλο αυτό το παιρνεις μέσα και το παίρνεις μέσα σου»

«Έλιωναν τα πόδια του»

Η ανατριχιαστική περιγραφή συνεχίζεται με την μάρτυρα να λέει: «Βλέπω τον μικρό δίπλα μου και όπως τρέχουμε βλέπω να λιώνουν τα πόδια του. Αν τον έπαιρνα αγκαλιά θα ήμασταν οι δύο πρώτοι που θα έβρισκαν εκεί. Εμείς μόνοι μας να καιγόμαστε. Μία φωνή που τέσσερα χρόνια την έχω μέσα μου. Ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά. Όπως τρέχαμε είδαμε κάποια στιγμή κάτι προβολείς. Ένας γείτονας. Είδε σκιές και θεώρησε ότι είναι πυροσβέστες.

Σταμάτησε του φωνάξαμε και αρχίσαμε να ουρλιάζουμε τρέξε, καιγόμαστε. Ήξερα ότι πέθανα, πήρα μεγάλο φορτίο και από φωτιά και από πυροθερμικό. Οι φλέβες μου χτυπούσαν, ήταν να βγουν από το σώμα μου. Καπνός, φλόγες και πύρινες μπάλες. Είχαν φύγει σαν τρελοί όλοι, πανικόβλητοι, αφού καιγόμασταν σαν τα ποντίκια έπρεπε να φύγουμε σαν τα ποντίκια».

Η πεθερά μου είχε πάει σε μία ακτή με τον μικρό. Μία τουρίστρια του τυλίγει τα πόδια. Είχαν λιώσει, φαινόταν κρέας, σε ένα μωρό πέντε ετών. Αν δεν ήταν η τουρίστρια θα το είχα χάσει το παιδί μου. Όταν έφτασα κι εγώ στα βραχάκια, βλέπω καμένα τα δυό χέρια του και την πλάτη. Μου λέει γιατί δε μου μιλάς, μαμά μου δεν με ακούς. Δεν μπορούσα να του πω ότι πέθενα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, τα ποδιά μου είχαν πρηστεί ήξερα ότι πέθανα. Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Δεν ερχόταν καμία βοήθεια από πουθενά. Κάποια στιγμή λέω θα μπω στη θάλασσα να δροσιστώ. Δεν μπήκα για να μην με δει το παιδί μου μπροστά του ότι πεθαίνω. Ήξερα ότι αν μπω θα πνιγώ. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό που το μοιράζαμε μεταξύ μας».

«Οι πυροσβέστες δεν κατέβαιναν γιατί φοβόντουσαν»

Την ίδια στιγμή, ο σύζυγος της μάρτυρα συνεχίζει τις αγωνιώδεις προσπάθειες να τους εντοπίσει τηλεφωνικά. «Κάποια στιγμή, πήρε ο σύζυγος μου αλλά εγώ δε θέλω να του μιλήσω. Τι να του πω ότι πεθαίνω; Κάποια στιγμή, λέει θα έρθουν, παίρνω τηλέφωνο συνέχεια. Δεν με ένοιαζε για εμένα. Γύρω στις 8 παρά ήρθε ένας πυροσβέστης και του δίνω παιδί. Προσπαθούν να με πάρουν κι εμένα αλλά συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να με μετακινήσουν. Αποφασίζω να πάω προς τα πάνω για να φύγω μαζί τους. Νόμιζα ότι έτρεχα αλλά δεν έτρεχα. Το μόνο που ένιωθα ήταν στάχτες μέσα μου και έλεγα να κάνεις κουράγιο να πας στο παιδί. Μου λέει ένας πυροσβέστης τι ψάχνεται; Λέω το παιδί. Δεν κατέβαινε κανένας κάτω, φοβόντουσαν. Εμείς δε φοβόμασταν, μία χαλαρή ημέρα, δεν πνιγόμασταν, μία χαλαρή ημέρα.

Βλέπω κάτι να καίγεται σαν κορμός δέντρου. Δεν ήταν κορμός ήταν ένας άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος δε φοβήθηκε… το χάρηκε. Μου ερχόταν τοξικά, κάφτρες, μου ερχόταν το πυροθερμικό και λιποθύμησα. Κάποια στιγμή βλέπω ότι έχουν φέρει μία γυναίκα καμένη η οποία με βλέπει πως είμαι κι δεν λέει έχει πεθάνει ή ζει. Δε ζούσα. Δεν είναι ζωή αυτό. Μου μιλάνε με βλέπουν ότι κουνιέμαι και βλέπω ότι κρατάω ένα κινητό που δεν είμαι δικό μου. Δε ξέρω όπως έγινε. Το μόνο που προσευχόμουν ήταν το παιδί μου να είναι καλά. Για μας πια δεν ήταν ούτε μέρα ούτε νύχτα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα βαν ιδιώτη και αποφασίζει να μας βάλει μέσα για να μπορέσουμε να φύγουμε».

«Ό,τι δεν κάηκε από τη φωτιά κάηκε από τα φάρμακα»

Ο Γολγoθάς για την κυρία Αναγνώστου ωστόσο δεν σταμάτησε εκεί. «Στο Σισμανόγλειο ξεκίνησε άλλος Γολγοθάς. Αυτό που ζήσαμε εμείς δεν είναι απλή σωματική βλάβη, θανατηφόρος έκθεση είναι. Αρχίσαμε να μου κόβουν ρούχα και άλλα, ό,τι έβρισκαν. Μου έβαλαν μπεταντίν και με άφησαν σε ένα φορείο. Ούτε αυτοί, είχαν καμία ενημέρωση. Δεν είχαν καν τα απαραίτητα για τόσους ανθρώπους που έφταναν. Απέναντι έχω μία πόρτα με σάκους άδειους και σιγά σιγά αρχίζουν να τους γεμίζουν. Δεν ξέρω που έβρισκαν κουράγιο να λένε ότι ήταν μία απλή φωτίτσα. Ακούω φωνές του αδελφού μου να λέει «είναι δυνατόν να την έχετε εκεί;». Και λένε δεν ξέραμε που να την πάμε. Η περιποίηση τους ήταν να σκάσουν τις φουσκάλες με βελόνες.

Στο Γεννήματα που με πήγαν μου τραβούσαν το δέρμα που είχε κολλήσει. Κόντεψα να σπάσω το χερι του ιατρού και ήξερα ότι αυτό το έχει περάσει και το παιδί μου» τόνισε η μάρτυρας.

«Οι νεκροί και εμείς ήμασταν η απόδειξη ότι όλα έγιναν… καλά όπως είπαν. Καμένη και στα δύο πόδια και στα δύο χέρια, ο λαιμός καμένος. Δεν με έπιανε τίποτα από παυσίπονα, δεν υπήρχε φλέβα που να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Ό,τι δεν κάηκε από τη φωτιά, κάηκε από τα φάρμακα.

Η μόνη σειρήνα που άκουσα ήταν αυτή που με πήγαινε από Θριάσειο στο Γεννηματά. Με έβαλαν και έκανα χειρουργείο με μοσχεύματα, με ένωναν με συρραπτικά χωρίς αναισθησία. Έπιανα τα χέρια μου και δαγκωνόμουν. Είχαμε ατυχία να είμαστε εκεί και να καούμε. Ζούμε σε σώματα που είναι φυλακισμένα και σε ζωές φυλακισμένες. Μας είχαν κλείσει τους δρόμους και δεν μπορούσαμε να φύγουμε», είπε η κ. Αναγνώστου.

Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις


Διαβάστε ακόμη
Φόρτωση άρθρων...