Τρεις είναι οι βασικές υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα σενάρια: κύριος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εξουσία, η «ερμαφρόδιτη» παρουσία του ΔΝΤ θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του 2017 και η έξοδος από το ευρώ δεν συζητείται.

Του Αντώνη Κεφαλά

Στο πρώτο σενάριο η κυβέρνηση υπογράφει όλα όσα ζητούν οι δανειστές – όπως έκανε το 2015. Στην θετική πλευρά μπορεί τότε να προσδοκά ότι η οικονομία θα ανακάμψει και τα έσοδα θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται – οπότε θα πουλήσει κι αυτή ένα success story, με το οποίο θα πορευτεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Άλλο πράγμα, εξάλλου, να υπογράφεις και άλλο να εφαρμόζεις.

Στην αρνητική καταγράφεται η εσωκομματική αναταραχή με επίκεντρο τα εργασιακά, την ενέργεια και τα μέτρα για μετά το 2018.

Το μεγάλο ερωτηματικό αφορά την εύθραυστη οικονομία σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση. Αν η σημερινή δυσαρέσκεια του κόσμου διατηρηθεί και ίσως ενισχυθεί τότε στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση η κυβέρνηση θα φύγει με… νεκροφόρα. Ο στόχος της εξουσίας θα έχει απομακρυνθεί – για πολύ-πολύ καιρό.

Στο δεύτερο σενάριο (που είναι η επανάληψη του 2015 κατά το ήμισυ), η κυβέρνηση δεν υπογράφει τώρα και προκηρύσσει εκλογές. Το σύνθημα θα είναι μία αόριστη τοποθέτηση που της προσφέρει όλους τους αναγκαίους βαθμούς ελευθερίας: «δώστε μου την ισχύ να διαπραγματευτώ με τους αλήτες τους δανειστές για ένα καλύτερο αύριο».

Αν τις κερδίσει τότε έχει παγιώσει τη θέση της και μπορεί να υπογράψει ότι ζητούν οι δανειστές. Αν χάσει, τότε η καυτή πατάτα θα περάσει στα χέρια του Μητσοτάκη και της Ν.Δ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ζήσει για να πολεμήσει μία άλλη μέρα – και με την αντιπολίτευση που θα ασκήσει στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, αυτή η άλλη μέρα μπορεί να μην αργήσει και τόσο. Η κυβέρνηση θα φύγει από την εξουσία με…ασθενοφόρο.

Στο τρίτο σενάριο η κυβέρνηση ακολουθεί σε επανάληψη το άλλο μισό του 2015: προκηρύσσει δημοψήφισμα με το ερώτημα «να δεχτώ τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές ώστε να μην φύγουμε από το ευρώ;»

Παρά το αντιευρωπαϊκό ρεύμα που σταδιακά διογκώνεται εδώ και μερικούς μήνες, η μεγάλη πιθανότητα είναι πως η απάντηση θα είναι «ναι». Η κυβέρνηση θα έχει τότε γαντζωθεί στην εξουσία με σοβαρή προοπτική για τουλάχιστον μέχρι το 2019.

Αν η απάντηση είναι «όχι», τότε θα δούμε μία αντιγραφή και πάλι του 2015: κατά πάγια τακτική ο Πρωθυπουργός θα ισχυριστεί ότι ο λαός είπε «όχι στα μέτρα αλλά δεν είπε όχι στο ευρώ –και εφόσον δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη μίας εθνικής τραγωδίας, θα πρέπει να υπογράψει με δάκρυα στα μάτια!»

Το τρίτο σενάριο ενέχει τα μικρότερα ρίσκα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση αλλά και τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα. Στο κάτω-κάτω, ποιος θα ελέγξει στην κυβέρνηση ως προς την ερμηνεία που θα δώσει στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος;

Με το «ναι» στηρίζεται τόσο η κυβέρνηση όσο και η ευρωπαϊκή προοπτική. Στην ερμηνεία κατά το δοκούν του Πρωθυπουργού του «όχι» τι θα κάνουν τα ευρωπαϊκά κόμματα; Θα ζητήσουν να ακουστεί η φωνή του λαού και να φύγει η χώρα από το ευρώ;;;

Ένα ρίσκο, μικρό, όμως, είναι πως με ένα «όχι» θα αναθαρρήσουν οι υποστηρικτές της δραχμής. Εξακολουθούν, όμως, να αποτελούν ελεγχόμενη μειοψηφία. Απλά, με το «όχι» ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει ακόμη πιο συστημικός στη δημιουργία εκλογικής πελατείας και ακόμη πιο αρνητικός στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Αλλά, αυτό είναι μία άλλη ιστορία για μία άλλη ημέρα. Φτάνει να παιχτεί το παιγνίδι γρήγορα και να μην εκτροχιαστεί στις χρονικές καλένδες των ευρωπαϊκών εκλογών.

Στη διετία που πέρασε ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε άσος στους τακτικισμούς και αδίστακτος στα ψέματα, με έντονες τάσεις αυταρχισμού. Δύο είναι τα ερωτήματα που ανακύπτουν μετά τα ανωτέρω. Πρώτο, πόσο προετοιμασμένη είναι η Ν.Δ. για να αντιμετωπίσει –π.χ. το τρίτο σενάριο;

Παίζουν «παιγνίδια πολέμου» στην Πειραιώς ή ασχολούνται να καταστρώνουν κανένα (άσχετο) πενταετές πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης; Δεύτερο, πέρα από την υπερπήδηση των σημερινών εμποδίων, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της αναδυόμενης παγκόσμιας πραγματικότητας;

Μπορεί να μετασχηματιστεί σε κεντροαριστερό κόμμα ή θα παραμείνει δέσμιος της ιδεοληψίας του (που τον οδηγεί σε «χοντρές» παρερμηνείες των εξελίξεων) –οπότε και θα καταδικάσει την οικονομία σε στασιμότητα με διαιώνιση της κρίσης;

Πρέπει να ομολογήσω ότι η διαφαινόμενη απάντηση και στα δύο ερωτήματα δεν με πλημμυρίζει με αισιοδοξία.