Νέα στοιχεία έρχονται στο φως για την υπόθεση των θανάτων των τριών κοριτσιών της οικογένειας Δασκαλάκη στην Πάτρα. 

Οι καταθέσεις γιατρών που χειρίστηκαν την περίπτωση της Τζωρτζίνας στο «Καραμανδάνειο» Νοσοκομείο συνεχίζονται και αποκαλύπτονται νέες πτυχές της πολύκροτης υπόθεσης.

Στην ανακρίτρια κατέθεσε χθες η πρώτη γιατρός που είδε το παιδί στα εξωτερικά ιατρεία, κάνοντας λόγο για την επιμονή της Ρούλας Πισπιρίγκου να γίνει εισαγωγή του παιδιού παρά το γεγονός ότι οι περιγραφές της για την κατάσταση της υγείας του ήταν ασαφείς, ενώ δεν συμβάδιζαν και με την εικόνα των εξετάσεων.

Ο ιατροδικαστής, Παντελής Αλέξανδρου, μίλησε για τις περιπτώσεις χορήγησης κεταμίνης σε ασθενή και τι σημαίνει η ποσότητα της ουσία που ανιχνεύθηκε στην 9χρονη Τζωρτζίνα.

Ο Παντελής Αλεξάνδρου επισήμανε αρχικά πως στο βαλιτσάκι της ΜΕΘ όπου υπάρχουν τα φιαλίδια με την κεταμίνη βρίσκονται σε μία σειρά προκειμένου να αποφεύγονται λάθη.

Όσον αφορά στην κεταμίνη που ανιχνεύθηκε βάσει δεδομένων και στο αίμα αλλά και στα ούρα, σημαίνει ότι χορηγήθηκε εν ζωή, εξήγησε ο ιατροδικαστής.

«Άρα έχουμε έναν οργανισμό ο οποίο μεταβόλισε την κεταμίνη σε nor- κεταμίνη, άρα είναι εν ζωή, άρα είναι προγενέστερος ο χρόνος» τόνισε ο Παντελής Αλέξανδρου, μιλώντας στο MEGA.

Σχετικά με τις αμπούλες που χρησιμοποιούνται για την ανάνηψη, είπε πως είναι αμπούλες των 2 ml και έχουν μέσα 100 μιλιγκράμ κεταμίνης.

«Σε ένα παιδάκι 25-30 κιλά θα χορηγείτο σε φάση ανάνηψης, περίπου 1 ml, αραιωμένο με περίπου 10-20 ml διαλύματος, φυσιολογικού ορού», ανέφερε ο ιατροδικαστής.

Η ποσότητα ωστόσο που ανιχνεύθηκε στην 9χρονη Τζωρτζίνα είναι μία ποσότητα που θα χρειαζόντουσαν τρεις βαλίτσες ανάνηψης και 10 έως 15 αμπούλες, εξήγησε ο Παντέλης Αλεξάνδρου, ενώ σημείωσε πως στα έγγραφα του νοσοκομείου δεν αναφέρεται χορήγηση κεταμίνης.

«Παρέλαση» γιατρών και νοσηλευτών στην ανακρίτρια

Όλα αυτά, ενώ «φως» στις σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης θανάτου της 9χρονης Τζωρτζίνας συνεχίζουν να ρίχνουν γιατροί και νοσηλευτές που εξέτασαν το κοριτσάκι από την πρώτη ημέρα νοσηλείας του μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή.

Το «κατώφλι» της 18ης ανακρίτριας, που χειρίζεται την υπόθεση δολοφονίας της 9χρονης Τζωρτζίνας από τη μητέρα της Ρούλα Πισπιρίγκου, αναμένεται να περάσουν σήμερα τρία ακόμη πρόσωπα.

Στο μεταξύ χθες, ενώπιον της ανακρίτριας κατέθεσαν τέσσερις γιατροί από το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο της Πάτρας.

Ανάμεσα στους τέσσερις μάρτυρες που κλήθηκαν ήταν η διευθύντρια της παιδιατρικής κλινικής στο Καραμανδάνειο αλλά και μία ακόμη γιατρός, η οποία ήταν το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε στο νοσοκομείο την μικρή Τζωρτζίνα στα επείγοντα περιστατικά, όταν η Ρούλα Πισπιρίγκου την μετέφερε εκεί.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι η γιατρός φέρεται να κατέθεσε πως η Ρούλα Πισπιρίγκου εμφανίστηκε στο νοσοκομείο λέγοντας πως το κοριτσάκι της είχε εμφανίσει νωρίτερα σπασμούς, δηλαδή έκανε έντονες κινήσεις με τα χέρια και το κεφαλάκι της.

Η μάρτυρας φέρεται να χαρακτήρισε ασαφή την περιγραφή της 33χρονης, ξεκαθαρίζοντας πως στο νοσοκομείο η Τζωρτζίνα δεν εμφάνισε κανένα τέτοιο σύμπτωμα.

«Εμφανίστηκε με την κόρη της, έλεγε πως το παιδάκι έχει σπασμούς, αλλά όταν την ρώτησα πιο συγκεκριμένα πράγματα, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Αν και ήταν ασαφής ως προς τι ακριβώς εμφάνισε το παιδί, εμείς κάναμε κανονικά εισαγωγή για να γίνουν περισσότερες εξετάσεις, οι οποίες ήταν όλες καθαρές. Μάλιστα, στο νοσοκομείο δεν έκανε κάποιο επεισόδιο» φέρεται να κατέθεσε μεταξύ άλλων στην ανακρίτρια η συγκεριμένη γιατρός.

Η κατάθεση του παιδοκαρδιολόγου της Τζωρτζίνας

Συγκλονιστικές λεπτομέρειες ήρθαν στη δημοσιότητα από την κατάθεση του παιδοκαρδιολόγου της Τζωρτζίνας στο Ωνάσειο, Γιάννη Παπαγιάννη ο οποίος περιέγραψε στην κατάθεση του πώς και γιατί μπήκε η συσκευή του απινιδωτή και βηματοδότη στην Τζωρτζίνα, αν και πότε λειτούργησε, καθώς και τα σήματα που έστελνε η μητέρα χωρίς να καταγράφεται κάτι ανησυχητικό από το μηχάνημα.

«Θέλω να σας πω ότι η καρδιά του συγκεκριμένου παιδιού υπέστη μία πολύ μεγάλη δοκιμασία κατά τη διάρκεια του πρώτου περιστατικού ανακοπής στο Καραμανδάνειο, όπου επί πενήντα λεπτά βρισκόταν σε καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, κατά την οποία η οξυγόνωση και η αιμάτωση πάντοτε είναι κατώτερη του φυσιολογικού και εντούτοις δεν διαπιστώθηκε η παραμικρή δυσλειτουργία της, γεγονός που συνηγορεί τόσο για τις εξαιρετικές προσπάθειες των ιατρών, όσο και για την άριστη ποιότητα της καρδιάς», φέρεται να λέει ο Γιάννης Παπαγιάννης.

«Το παιδί ήρθε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο μας και νοσηλεύτηκε από το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου μέχρι και τις αρχές Ιουνίου. (…). Καθ΄ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας του βρισκόταν στην Παιδιοκαρδιολογική Μονάδα Εντατικής Θεραπείας υπό συνεχή παρακολούθηση σε μόνιτορ. Το παιδί υπεβλήθη σε πλήρη καρδιολογικό έλεγχο ο οποίος περιλάμβανε ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, φαρμακευτική δοκιμασία προκαϊναμίδης, για το Σύνδρομο Brugada και είχε επίσης υποβληθεί σε εκτεταμένο γενετικό έλεγχο για την πιθανότητα ύπαρξης κάποιου γενετικού αρρυθμιογόνου αιτίου αιφνίδιου θανάτου – καρδιακής ανακοπής. (…) 

Κατά τον έλεγχο όλων αυτών που σας προανέφερα δεν διαπιστώθηκαν αρρυθμιογόνα σύνδρομα, ούτε συγγενείς ή επίκτητες καρδιοπάθειες, ούτε μυοκαρδιοπάθειες, ενώ η λειτουργία της καρδιάς ήταν απολύτως φυσιολογική» φέρεται να εξηγεί.

Οι εξετάσεις της Τζωρτζίνας ήταν πολύ καλές, αλλά τοποθετήθηκε η συσκευή του απινιδωτή και του βηματοδότη, ύστερα από επιθυμία των γονιών της.

«Έγινε πλήρης καρδιολογικός έλεγχος, αποφασίστηκε η τοποθέτηση του απινιδωτή για την αντιμετώπιση τυχόν άγνωστου αίτιου αιφνίδιου θανάτου, το οποίο όμως εμείς καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας του δεν είχαμε διαγνώσει. Η τοποθέτηση του απινιδωτή ήταν επιθυμία των γονέων, παρά την απουσία σαφούς καρδιολογικής διάγνωσης».

Όπως εξηγεί ο ιδιος, η συσκευή μπήκε και ορίστηκε ένα κατώτερο όριο 60 σφύξεων και ένα ανώτατο όριο 222, πάνω από το οποίο θα σήμαινε κόκκινος συναγερμός και ο γιατρός θα ειδοποιούνταν με μήνυμα. Ωστόσο, το μηχάνημα δεν έστειλε ποτέ σήμα, αλλά τα μόνα μηνύματα που έλαβε ο γιατρός ήταν περίπου 190 στον αριθμό από την Ρούλα Πισπιρίγκου, που του ζητούσε να την ενημερώνει για τη λειτουργία της καρδιάς της Τζωρτζίνας.

«Μετά την τοποθέτηση του απινιδωτή λάμβανε μονίμως πληροφορίες, κατόπιν ενεργοποίησης του από τη μητέρα, λόγω ανησυχίας για την κατάσταση του παιδιού. 

Σε όλα αυτά τα μηνύματα, δεν κατεγράφη κανένα επεισόδιο αρρυθμίας και τεκμηριώθηκε η καλή λειτουργία της συσκευής» ανέφερε ο γιατρός και συμπλήρωσε: «Το παιδί δεν περίμενα να πεθάνει αιφνιδίως από κάποια αρρυθμία διότι δεν κατεγράφη ούτε ταχυαρρυθμία, ούτε σοβαρή βραδυκαρδία, μη ανταποκρινόμενη στη βηματοδότηση. 

Η συστολική λειτουργία της καρδιάς επίσης έχει ελεγχθεί στο Ωνάσειο και ήταν φυσιολογική. Ως εκ τούτου, οι πιθανές αιτίες του τελικού συμβάντος φαίνεται να είναι έξω καρδιακές».