Αυτό που έλεγαν από την πρώτη στιγμή έμπειροι φοροτεχνικοί για την ελκυστικότητα της ρύθμισης εθελοντικής αποκάλυψης αδήλωτων εισοδημάτων αποδεικνύεται, προς το παρόν, στην πράξη.

Έλεγαν ότι "με τη ρύθμιση το υπουργείο Οικονομικών δεν αναζητά φορολογούμενους που θέλουν να είναι ειλικρινείς με την εφορία, αλλά… κορόιδα".

Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις από το οικονομικό επιτελείο η "προσέλευση" των ενδιαφερόμενων στη ρύθμιση είναι σχεδόν μηδενική και οι μόνοι που εντάσσονται είναι κάποιες ειδικές περιπτώσεις φορολογούμενων οι οποίοι έχουν υποστεί φορολογικό έλεγχοι και σπεύδουν να κάνουν χρήση των ευεργετημάτων της ρύθμισης για να πληρώσουν λιγότερο φόρο, καθώς και φορολογούμενοι και επιχειρήσεις οι οποίοι δεν είχαν υποβάλλει κάθε είδους φορολογική δήλωση και πηγαίνουν τώρα να τις υποβάλλουν αφού έχουν μειωθεί σημαντικά τα σχετικά πρόστιμα.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις φορολογούμενων που εντάσσονται στη ρύθμιση είναι αυτές που αφορούν ελέγχους για την λεγόμενη αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.

Για παράδειγμα, υποβάλλουν εκπρόθεσμες δηλώσεις δανείων που έχουν λάβει από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα καθώς και δηλώσεις λήψης δωρεών και γονικών παροχών χρηματικών ποσών προκειμένου να δικαιολογήσουν ποσά τα οποία εντοπίσθηκαν κατά τον έλεγχο σε τραπεζικούς τους λογαριασμούς.

Φορολογούμενοι οι οποίοι έχουν αδήλωτα κεφάλαια και στους οποίους δεν έχει ξεκινήσει ο έλεγχος δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί στην εφορία για να τα δηλώσουν.

Να σημειωθεί ότι με βάση όσα προβλέπει η ρύθμιση για την εθελοντική αποκάλυψη αδήλωτων κεφαλαίων, ο φόρος για την υπαγωγή στη ρύθμιση υπολογίζεται με βάση την κλίμακα φορολόγησης που ίσχυε κατά το χρόνο απόκτησης του εισοδήματος.

Επιπλέον επιβάλλεται πρόσθετος φόρος από 8% έως 30% ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται ο έλεγχος και προσαύξηση έως και 25% ανάλογα με το έτος στο οποίο δηλώνεται το εισόδημα (όσο παλαιότερη είναι η υπόθεση τόσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής).

Αυτό οδηγεί σε έναν καθαρός συντελεστή φορολόγησης έως και περίπου 62%. Να σημειωθεί ότι εφόσον η δήλωση υποβληθεί έως τις 31 Μαρτίου ο συντελεστής του πρόσθετου φόρου υπολογίζεται με 8% και εφόσον υποβληθεί έως τις 31 Μαϊου με συντελεστή 10%)