Υψηλού πιστωτικού κινδύνου χαρακτηρίζεται σήμερα το 63% των ελληνικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη ταχεία και επικίνδυνη αποσύνθεση της ελληνικής παραγωγικής βάσης, το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν μόλις 6%.
Όπως αναφέρει η "Καθημερινή της Κυριακής", πλέον η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται ως χαμηλής αξιολόγησης, με σοβαρά και πολύ σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση υποχρεώσεων, αδύναμα οικονομικά αποτελέσματα και ιδιαίτερα χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Συνδυασμός που δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για την ικανότητα επιβίωσης τους.
Ένα επιπλέον 27% επιχειρήσεων βρίσκεται στο "πορτοκαλί" και χαρακτηρίζεται ως αυξημένου κινδύνου, καθώς εμφανίζουν μεγάλη ευαισθησία στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, χαμηλές οικονομικές επιδώσεις και επίσης χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
Με άλλα λόγια, το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται στη ζώνη αυξημένου ή πολύ αυξημένου πιστωτικού κινδύνου και, τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτών κανονικά, με βάση τους τραπεζικούς κανόνες, δεν δικαιούται τραπεζική χρηματοδότηση.
Έτσι το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν "γόρδιο δεσμό", καθώς για την αναθέρμανση της οικονομίας απαιτείται η αύξηση των χορηγήσεων, ωστόσο οι επιχειρήσεις που είναι αξιόχρεες και πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια είναι μετρημένες στα δάκτυλα.
Την ίδια στιγμή, οι νέες επιχειρήσεις που ανοίγουν είναι περιορισμένης προστιθέμενης αξίας και δεν δημιουργούν μόνιμες θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Endeavor Greece, οι Έλληνες επιμένουν να επενδύουν σε καφέ, μπαρ και σουβλατζίδικα, ενώ την ίδια στιγμή κλείνουν εργοστάσια.
Το 84% των νέων επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στο χώρο της εστίασης – διασκέδασης, στο λιανεμπόριο και σε λογιστικές - συμβουλευτικές υπηρεσίες.