Αναξιόπιστος ο τρίτος καταγγέλλων που εξαφανίστηκε – Τέλεσε ακραίες πράξεις σεξουαλικής βίας
Να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται για τις τρεις πράξεις βιασμού κατά συρροή σε βάρος τριών ανήλικων αγοριών, ζήτησε σήμερα για τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, που δικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ο εισαγγελέας αναφέρθηκε εκτενώς στο περιεχόμενο των τεσσάρων καταγγελιών σε βάρος του σκηνοθέτη και επισήμανε ότι οι καθυστερημένες καταγγελίες που έγιναν στις αρχές είναι δικαιολογημένες, δεδομένης της βαναυσότητας των συγκεκριμένων πράξεων αλλά και της ανηλικότητας των τριών εκ των τεσσάρων καταγγελλόντων. Αντίθετα, ο εισαγγελέας ζήτησε την αθώωση του κατηγορούμενου ως προς τον τέταρτη κατηγορία, όπου ο καταγγέλλων δεν εμφανίστηκε ποτέ στο ακροατήριο να καταθέσει αν και είχε διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή του. Ο εισαγγελέας αμφισβήτησε την αξιοπιστία του συγκεκριμένου μηνυτή, σε αντίθεση με τους άλλους τρεις για τους οποίους ανέφερε πως τα όσα κατήγγειλαν είναι βάσιμα.
Κατά την αγόρευσή του ο εισαγγελικός λειτουργός υπογράμμισε τη σχέση εξάρτησης που είχαν οι τρεις καταγγέλλοντες με τον σκηνοθέτη και απέρριψε το σύνολο των ισχυρισμών που προέβαλλε ο Δημήτρης Λιγνάδης, κατά την απολογία του, αρνούμενος τα αδικήματα που του αποδόθηκαν. Ενδεικτική είναι η αποστροφή του εισαγγελέα για αναφορά του κατηγορούμενου σε καταγγέλλοντα, ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε βιάσθηκε «το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής του». «Αναρωτιέται η εισαγγελική έδρα για το αν ένας βιασμός είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου. Μάλλον το πιο σημαντικό τραύμα είναι», είπε ο εισαγγελέας αντικρούονταν τον σχετικό ισχυρισμό του κατηγορούμενου.
«Δεν προέκυψε οργανωμένο σχέδιο που στόχο είχε να πλήξει την υπουργό Πολιτισμού» τόνισε στην αγόρευσή του ο εισαγγελικός λειτουργός και επισήμανε ότι ο Δ. Λιγνάδης όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Εθνικό Θέατρο, η επιλογή του έτυχε αποδοχής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη σκευωρία την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος, είπε.
Συνεχίζοντας την αγόρευσή του, ο εισαγγελέας ανέφερε, πως ο Δ. Λιγνάδης γνώριζε ότι τα θύματά του λόγω της ανήλικοτητάς του διασφάλιζαν τη σιγουριά ότι δε θα μιλούσε. «Τελέστηκαν ακραίες πράξεις σεξουαλικής βίας, έχτιζε πρώτα σχέση εμπιστοσύνης με τα θύματά του και τους δημιουργούσε την πεποίθηση ότι θα τα βοηθούσε να αναδειχθούν επαγγελματικά σε όποιο χώρο επιθυμούσαν. Η μεθοδολογία που ανέπτυξε επιβεβαιώθηκε από μαρτυρική κατάθεση που μιλούσε για προσπάθεια του Δ. Λιγνάδη επιβολής της εξουσίας του» είπε ο εισαγγελέας και συνέχισε:
«Καμία λογική εξήγηση δεν έδωσε ο κατηγορούμενος για τη σχέση του με τους δυο από τους καταγγέλλοντας…Οι καταγγέλλοντες δεν απόλαυσαν κανέναν οικονομικό όφελος, αντίθετα χρειάστηκε να ανακαλέσουν τραυματικές μνήμες. Καμία σκευωρία σε βάρος του κατηγορουμένου δεν αποδείχθηκε. Τα θύματα μίλησαν και μάλιστα μίλησαν δυνατά, αντιθέτως ο κατηγορούμενος στην απολογία του δεν παρείχε λογικές απαντήσεις για τα κίνητρα των παθόντων» είπε ο εισαγγελέας και συνέχισε: «Οι συγκεκριμένες κατηγορίες δεν προέρχονται από ανθρώπους του θεάτρου αλλά από πρόσωπα του περιβάλλοντος του που ο ίδιος είχε επιλέξει να συναναστρέφεται. Έχει τελεστεί η πράξη του βιασμού κατά συρροή σε βάρος των τριών παθόντων. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή δεν συναινούσαν τα θύματα. Να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για την πράξη του βιασμού σε βάρος του τέταρτου καταγγέλλοντα».