Εισήγηση που ουσιαστικά κρίνει την ελληνική νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις υπερβολικά προστατευτική και σε βάρος του εργοδότη, κατέθεσε ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με αφορμή την υπόθεση των εργαζόμενων της ΑΓΕΤ Ηρακλής.
Στην πρότασή του, ο εισαγγελέας Νιλς Βαλ σημειώνει πως οι απαιτήσεις της ελληνικής νομοθεσίας του 1983, που θέλουν από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν από μία ομαδική απόλυση και με γνώμονα τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
«Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα», συμπληρώνει ο γενικός εισαγγελέας.
Ο εισαγγελέας επικρίνει ιδιαίτερα την πρόβλεψη ότι οι εργοδότες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα κέρδος από μία προστασία που ουσιαστικά μπορεί να υποχρεώσει μία επιχείρηση να πτωχεύσει και συνεπώς να μη δώσει αποζημιώσεις στο προσωπικό της.
«Τίθενται έτσι, παρεμπιπτόντως, σε κίνδυνο και οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων που δεν επρόκειτο να απολυθούν. Ως εκ τούτου, αμφιβάλλω ότι η επίμαχη ρύθμιση θα μπορούσε να συμβάλει, με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο, στη μείωση του ποσοστού ανεργίας», αναφέρει.
Ο κ. Βαλ γνωμοδοτεί παράλληλα πως με δεδομένο το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, ο πήχης στον προσδιορισμό του τι συνιστά δικαιολογημένη απόλυση δεν μπορεί να είναι αρκετά υψηλός.
«Τούτο θα είχε ως συνέπεια να αναγκάζεται η επιχείρηση να αναβάλλει τα σχέδια αναδιαρθρώσεώς της επ’ αόριστον, με κίνδυνο να παραμένει οικονομικά αναποτελεσματική», αναφέρει.