Σήμερα Δευτέρα και την Τετάρτη το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) θα προχωρήσει τις διασκέψεις του για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών και τη νομιμότητα του περιβόητου διαγωνισμού, καθώς και τη συνταγματικότητα του λεγόμενου νόμου Παππά.

Του Πάνου Λαζαράτου*

Για την ακρίβεια το ΣτΕ θα προχωρήσει στην εξέταση του βασίμου των αιτήσεων ακυρώσεως κατά των κανονιστικών πράξεων που προηγήθηκαν της Προκυρήξεως 1/2016 του εν λόγω διαγωνισμού.

Πρόκειται για κανονιστικές πράξεις που μεταξύ άλλων μετέφεραν αρμοδιότητες στη Γενική Γραμματεία Ενημερώσεως, την Επιτροπή του Διαγωνισμού και την Επιτροπή Ενστάσεων καθώς και πράξεις καθορίζουσες την τιμή εκκινήσεως της δημοπρασίας και τον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων.

Λίγες ημέρες πριν, με πλειοψηφία 16 μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου έναντι 9 οι εν λόγω αιτήσεις ακυρώσεως όλων των τηλεοπτικών σταθμών είχαν κριθεί, προς μείζονα απογοήτευση της Κυβερνήσεως, παραδεκτές.

Η δικονομική παγίδα της Κυβερνήσεως είχε στηθεί καλά. Η Κυβέρνηση γνώριζε, έχοντας και ανάλογα πεπειραμένους συμβούλους με εμπειρίες από την ακυρωτική διαδικασία στο ΣτΕ, ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί θα προσέβαλαν τις πράξεις αυτές ομαδόν πριν προσβάλουν την διακήρυξη.

Γνώριζε επίσης, η Κυβέρνηση, ότι οι δικηγόροι των σταθμών θα προσέβαλαν με καταδικασμένες σε αποτυχία αιτήσεις αναστολής και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, ο,τιδήποτε "κινείται" γύρω από τον επίμαχο διαγωνισμό και συνιστά προσβλητή πράξη.

Οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και εν γένει προσωρινής δικαστικής προστασίας ήταν καταδικασμένες από την υφιστάμενη νομολογία.

Ο νόμος εμπεριείχε σχεδόν ολόκληρη την προκήρυξη και βλάβες εκ του νόμου δεν σταθμίζονται στην διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Τα δύο μεγάλα θέματα, αυτό του ΕΣΡ και αυτό των 4 αδειών, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ελεγχθούν σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων.

Οι αιτήσεις θα αποτύγχαναν, η μία μετά την άλλη, και ο χρόνος θα περνούσε. Ταυτοχρόνως, η δημοπρασία θα υλοποιείτο και όλοι θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων. Αλλά και οι κύριες δίκες οδηγούσαν, κατά το σχέδιο, σε χάσιμο χρόνου.

Ο Εισηγητής της υποθέσεως είχε θέσει προσεκτικά αλλά εμφανώς θέμα παραδεκτού για όλες τις αιτήσεις ακυρώσεως με την ενδιαφέρουσα σκέψη ότι το έννομο συμφέρον δεν είναι πλέον ενδεχομένως ενεστώς, μετά την έκδοση της Προκηρύξεως.

Αν η άποψη αυτή γινόταν δεκτή, όλα θα μετατίθεντο για τον Ιανουάριο, όταν θα δικάζονταν κατόπιν αναβολής οι δίκες ακυρώσεως κατά των Προκηρύξεων. Ως τότε πολύ νερό θα είχε τρέξει στο αυλάκι της πολιτικής ζωής και τα τετελεσμένα θα ήταν ακόμη περισσότερα. Παγιωμένα και μη αναστρέψιμα εύκολα.

Αλλά και τότε το γενετικό ελάττωμα θα θεραπεύονταν με προδικαστική απόφαση του άρθρου 50 §3α π.δ.18/1989, πράγμα που για τις κανονιστικές πράξεις της προδικασίας δεν είναι δυνατόν. Με την προδικαστική αυτή απόφαση το ΕΣΡ θα αρκούσε να εκδώσει και μόνο τις άδειες χωρίς να είναι ανάγκη να προκηρύξει και το διαγωνισμό.

Το σχέδιο της Κυβερνήσεως χάλασε η γενναία ψήφος 16 δικαστών!

Από εδώ και πέρα θα τολμήσω, για μία ακόμη φορά, κρίσιμη εκτίμηση με απόλυτο σεβασμό πάντως στο μη προβλέψιμο, κατ’ αρχήν, των σύνθετων αξιολογικών κρίσεων που συνιστούν οι δικαστικές αποφάσεις.

Οι κανονιστικές πράξεις θα καταρρεύσουν και μαζί τους όλος ο διαγωνισμός, σε μια από τις επόμενες δύο ή λίγο περισσότερες διασκέψεις του ΣτΕ, με βάση τον πρώτο στη σειρά εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως. Την αντισυνταγματική παράκαμψη του ΕΣΡ. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει στη δική μου αντίληψη την δίκαιη αυτή απόφαση που επίσης θα ληφθεί με ευδιάκριτη πλειοψηφία. Ως –σκόπιμος– καταλύτης λειτουργεί η επιμονή της Κυβερνήσεως προς επαναφορά της τροπολογίας για άμεσο "μαύρο" στους τηλεοπτικούς σταθμούς.

Το ΣτΕ ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις των καιρών θα σεβαστεί για μια ακόμη φορά την ιστορία του, εκδίδοντας απόφαση σταθμό για την δικαστική ανεξαρτησία, την ελευθερία εκφράσεως, την πολυφωνία, τον πλουραλισμό, την ανάγκη σεβασμού των ανεξάρτητων αρχών και εν τέλει τη Δημοκρατία.

Και έτσι το χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, με το οποίο ξεκίνησα την αρθρογραφία μου στην "Καθημερινή" την φετινή άνοιξη, θα μετατραπεί σε αγγελτήριο κηδείας, για ένα νόμο που επεδίωξε αθέμιτα να ρίξει μαύρο σε όλες τις παρακάτω αρχές, στις ζωές τόσων εργαζομένων και στις ψυχές των πολιτών της υπερήφανης αυτής πατρίδας.

* Ο κ. Πάνος Λαζαράτος είναι Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου Νομικής Σχολής, Πανεπιστημίου Αθηνών