Αν η ελληνική δημοσιογραφία αυτοκαταστρέφεται, αυτό σημαίνει ότι ίσως ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τα τεκταινόμενα της εποχής.

Του Κώστα Νεοφώτιστου

Με αφορμή την πώληση του ΔΟΛ, ένας πεπειραμένος δημοσιογράφος σηματοδότησε την αλλαγή του τοπίου γράφοντας, μεταξύ άλλων, πως «η ελληνική δημοσιογραφία αυτοκαταστράφηκε». Δεν είμαι κατάλληλος για να εντοπίσω τί συνέβη στην ελληνική δημοσιογραφία αλλά, όπως φαίνεται, αυτή η αυτοκαταστροφή της είναι αντίστοιχη κάποιων άλλων αυτοκαταστροφών που έχουν, όλες, μία κοινή αφετηρία: την τοξική επίδραση της «επικοινωνίας».

Η πραγματική έννοια της επικοινωνίας είναι γνωστή και τεκμηριωμένη και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να την διέπουν. Τέτοια επικοινωνία, όμως, μάλλον δεν θα βρούμε εντός των ελληνικών συνόρων γιατί, όπως συμβαίνει και σε αρκετά ακόμη ζητήματα, φροντίσαμε να την βιάσουμε, να την ευτελίσουμε και να την φέρουμε στα μέτρα που βόλευαν τον καθένα. Μία συστηματική παραποίηση και εξαλλοίωση που γίνεται για χάρη ενός κοινού το οποίο απορρίπτει τις αντικειμενικές αρχές και αξίες επιλέγοντας προσωπικά οφέλη και σκοπιμότητες.

«Δεν έχει σημασία τί λες, αλλά πώς το λες». Αυτό ήταν! Πήραμε μιαν ατάκα, την κόψαμε και την ράψαμε στα μέτρα που μάς εξυπηρετούσε και την κάναμε τρόπο ζωής. Πραγματικά, πολύ βολική άποψη! Ανακρίβειες, ψέμματα, μισές αλήθειες και ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να λεχθεί –γιατί δεν έχει σημασία το περιεχόμενο, αλλά ο τρόπος που το σερβίρεις. Να μην πούμε ότι μία πολιτική απέτυχε αλλά ότι «έχει συζητήσιμα αποτελέσματα». Είναι «επικοινωνιακό θέμα», έλεγαν, και άρχισαν όλοι να πουλάνε και να αγοράζουν «επικοινωνία».

Δεν υπήρξε ποτέ «δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας». Ήταν «ενημερωτικό ρεπορτάζ για να ξέρει ο κόσμος». Δεν υπήρχαν «αποπροσανατολιστικές ειδήσεις» αλλά «αποσπάσματα από ομιλία του …» (καταλλήλως κομμένα). Οι δημοσιογράφοι-φερέφωνα συγκεκριμένων συμφερόντων ήταν μία παρανόηση, γιατί επρόκειτο για «πληροφορίες από έγκυρες πηγές». Όσο για κάτι «αποκαλύψεις», αυτές μετατράπηκαν σε ανώδυνα κουτσομπολίστικα σχόλια μόλις το μαύρο παραδάκι γλύστρησε διακριτικά στην τσέπη του συντάκτη.

Μόνον στον χώρο της δημοσιογραφίας συνέβαιναν αυτά; Προφανώς όχι! Ολόκληρη η κοινωνία κουρδίστηκε σε αυτή την επινόηση τού «πώς το λες». Μπαίναν στο χρηματιστήριο σωρηδόν εταιρείες με κριτήριο όχι τα κέρδη (που δεν είχαν), αλλά τον …τζίρο τους, διότι, λέει, «νέες προοπτικές ανοίγονται στις αγορές της Ασίας». Έτσι, ξεκάρφωτα και αστήρικτα, γιατί «επικοινωνιακό είναι το θέμα» και «ένα θετικό μήνυμα θέλουν οι επενδυτές», δηλαδή οι περιπτεράδες, οι κομμώτριες, οι καφετζήδες και όλοι όσοι έπαιρναν καταναλωτικά δάνεια για να «επενδύσουν στο χρηματιστήριο» (όπως επικοινωνιακά τούς παρότρυναν).

Μανατζαραίοι ξόδευαν τα εκατομμύρια των επιχειρήσεων σε διαφημιστικές δαπάνες χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και εξηγούσαν ότι «η αγορά δεν είναι ακόμα ώριμη και ίσως χρειάζεται να επιμείνουμε».

Με άλλα λόγια, ζητούσαν να ξοδέψουν κι άλλα και ο επιχειρηματίας τα έδινε γιατί «ο … (υπάρχουν πολλά ονόματα για να διαλέξετε) έχει σωστή επικοινωνία και υπάρχει καλή χημεία μεταξύ μας».

Βλέπετε, και ο ίδιος ζούσε τον μύθο της «ελληνικής επικοινωνίας» και δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί τα λεκτικά εφευρήματα της «επικοινωνιακής ικανότητας» και της «χημείας» που γράφονταν αδιάκοπα στις περιγραφές θέσεων εργασίας και τις προδιαγραφές των υποψηφίων.

Ακόμα και μέσα στις οικογένειες πέρασε αυτή η επικοινωνιακή μόλυνση. Οι εφηβικές ορμές που βρήκαν διέξοδο στην κατάληψη και καταστροφή εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ήταν «δημοκρατικό πνεύμα» και η αποδοχή της αυθάδειας μετασχηματίστηκε σε «φιλελεύθερη διαπαιδαγώγηση». Κι αν είχαμε μάθει να μιλάμε με επιχειρήματα και να διαπραγματευόμαστε, τώρα το κόψαμε και στην θέση του βάλαμε παράλληλους μονόλογους και παρελκυστικές φρασεολογίες.

Και άφθονη, αλλά αβάσιμη, αισιοδοξία, διανθισμένη με «μισογεμάτα ποτήρια», «θετικές ενέργειες» και εκείνη την «συνωμοσία του σύμπαντος» που θα μάς φέρει έτοιμο στο πιάτο το ποθητό αποτέλεσμα χωρίς εμείς να κάνουμε το παραμικρό. Αυτά κάναμε στα ίδια μας τα σπίτια και σήμερα απορούμε γιατί η χώρα φτωχοποιείται και εμείς καθόμαστε και βλέπουμε ποδόσφαιρο, μεσημεριανάδικα και survivor.

Η «ελληνική επικοινωνία» δεν ήταν ποτέ ένα ακριβό φόρεμα που έπρεπε να φορεθεί μόνον από συγκεκριμένα σώματα. Δεν τόλμησε ποτέ κανείς να πει, λόγου χάριν, «αυτό δεν έχεις την ικανότητα να το κάνεις», «εκείνο δεν έχεις τις γνώσεις να το συζητήσεις», ή «δεν είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να το πραγματοποιήσεις».

Η «ελληνική επικοινωνία» ήταν ένα φτηνό τσίτι με λάστιχο, για να μπορεί να τυλίγεται γύρω από κάθε μέγεθος περιφέρειας όσο μεγάλης ή κακόμορφης κι αν ήταν. Δεν θελήσαμε ποτέ να επικοινωνήσουμε με επιχειρήματα, γιατί δεν μάς άρεσαν ούτε μάς βόλευαν.

Μάς ταίριαζαν καλύτερα οι παράλληλοι μονόλογοι, σαν τα μαγνητόφωνα, για να λέει ο καθένας τα δικά του και να προσπαθεί να επιβάλει στον άλλον τις απόψεις του. Και όταν δεν έβγαινε αποτέλεσμα, ποτέ δεν είπαμε πως δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να συζητήσουμε, να διαπραγματευτούμε ή να επιχειρηματολογήσουμε. Η μόνιμη επωδός, σωστό παραμύθι, ήταν «δεν επικοινωνούμε»!

Δεν είμαι δημοσιογράφος για να εξακριβώσω τί είδους ζημιά έγινε στον συγκεκριμένο χώρο. Σαν δέκτης και εξωτερικός παρατηρητής, όμως, δεν μπορώ να πειστώ ότι ο απόφοιτος Λυκείου, που ξεκίνησε από αθλητικό ρεπορτάζ και κατέληξε να μπαινοβγαίνει στο υπουργείο Οικονομικών, απέκτησε γνώσεις μικροοικονομικής ανάλυσης.

Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως η αναδιατύπωση και η κατάλληλη συρραφή δηλώσεων, ώστε να οδηγείται ο αναγνώστης σε καθορισμένο συμπέρασμα, είναι δημοσιογραφία.

Μού πέφτει εξαιρετικά βαρύ να ακούω τηλεαστέρες της δημοσιολογίας (διότι δεν γράφουν πουθενά, μόνον μιλάνε) να ανακοινώνουν τις αποφάσεις του «Διευθύνων Συμβούλου». Με ενοχλεί τόσον ο τηλεαστέρας που το λέει, όσο και εκείνος που τον προώθησε στην σημερινή του θέση, παραβλέποντας την αγραμματοσύνη του.

Με στενοχωρεί να κυκλοφορούν γύρω μου κυνηγοί της φημολογίας ή της πλαστής είδησης που βγάζουν στον αέρα μια γωνιά από το χαρτί, προκειμένου να αποσπάσουν χρήματα για να την αποσύρουν. Πριν από την εποχή της «ελληνικής επικοινωνίας» αυτό το λέγαμε εκβιασμό και διώκετο ποινικά.

Σήμερα αυτό λέγεται «ενημέρωση», αν τυχόν ασκηθεί δίωξη θα ξεσηκωθεί θύελλα περί «λογοκρισίας και φίμωσης του Τύπου» και όλα αυτά τα επικοινωνιακά τερτίπια εμένα με απογοητεύουν κι ας μην είμαι δημοσιογράφος.

Θυμώνω όταν βλέπω την ΕΣΗΕΑ να εγγράφει σωρηδόν στις τάξεις της διάφορες καλλίπυγες και ημίγυμνες νέες απλά και μόνον επειδή χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για να λένε τις αερολογίες τους.

Θυμώνω με την ανισότιμη μεταχείριση επαγγελματιών, γιατί μπορεί το παιδί του γιατρού να αποκλειστεί ως ακατάλληλο για την Ιατρική Σχολή αλλά ο μεγαλοδημοσιογράφος είναι υπερεπαρκές κριτήριο ώστε να χριστούν επίσης «δημοσιογράφοι» όλα τα ανεπαρκή παιδιά και εγγόνια του. Και γίνομαι έξω φρενών όταν υποχρεώνομαι να ακούω κάποια από αυτά τα «επικοινωνιακά δημιουργήματα» να μού κάνουν μαθήματα άλλοτε για διαπραγματεύσεις, άλλοτε για δεοντολογία και, φυσικά, για αντικειμενική ενημέρωση και επικοινωνία.

Απογοητεύομαι όταν βλέπω μία Δικαιοσύνη να παρακολουθεί απαθής, σχεδόν αδιάφορη, την συστηματική παραπληροφόρηση, τον εκμαυλισμό και την ποιοτική διαφθορά του κοινού. Και όταν ακούω κάποιους «δημοσιογράφους» (που το τελευταίο κείμενό τους το έγραψαν όταν ήταν στο σχολείο) να καυτηριάζουν την διαπλοκή, την φοροδιαφυγή και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, τότε αισθάνομαι πολύ άσχημα. Γιατί ξέρω από πόσους έχουν, κατά καιρούς, πληρωθεί με «μαύρα», ξέρω τις μαιζονέτες και τα εξοχικά και τα σκάφη που αποκτήσανε με το μαύρο χρήμα, καθώς και τα δανεικά κι αγύριστα με τα οποία στήνανε τις κάθε είδους «εταιρείες επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων».

Αν η ελληνική δημοσιογραφία αυτοκαταστράφηκε, αυτό σημαίνει πως ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τα τεκταινόμενα της εποχής. Γιατί και τα ελληνικά ΜΜΕ αυτοκαταστράφηκαν, και οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυτοκαταστράφηκαν, όπως αυτοκαταστράφηκε και η ίδια η μεσαία τάξη, και όπως θα αυτοκαταστραφεί τελικά και η χώρα ολόκληρη.

Μετατρέψαμε όλη μας την ζωή σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και επιβάλαμε σαν κανόνα να μάς λένε μόνον αυτά που θέλουμε να ακούσουμε και όχι την πραγματικότητα. Και αν ξέφευγε καμμιά άβολη αλήθεια, στην καλύτερη περίπτωση βγάζαμε φθηνά λογύδρια «περί επικοινωνίας» και στην χειρότερη πυροβολούσαμε αυτόν που τολμούσε να την πει.

Σαν καλοί μαθητές της «ελληνικής πολιτικής», δίπλα στο πολιτικό κόστος στήσαμε μερικά ακόμα –το κοινωνικό κόστος, το επαγγελματικό κόστος, το οικογενειακό, το προσωπικό και όποιο άλλο δεν θέλαμε να πληρώσουμε. Να μην γίνουμε κοινωνία, να μην γίνουμε επαγγελματίες, να μην δυσαρεστήσουμε την κακομαθημένη οικογένειά μας, τον υπερφίαλο εαυτό μας, κανέναν απολύτως! Όλα στον βωμό του κόστους! Και όλα με κριτή και μέτρο την «επικοινωνία».

Όπως έχει πει συχνά, το πάπλωμα έπρεπε να μεγαλώσει αλλά εμείς επιλέξαμε να βγάλουμε τα βρώμικα και άπλυτα πόδια μας απ’ έξω και να τα επιδεικνύουμε σαν δείγμα εξυπνάδας. Και «επικοινωνίας», βέβαια! Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να κοπούν δι’ ακρωτηριασμού.