Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που δεν ξεχνιούνται. Και είναι ενίοτε γεμάτες νόημα, για όποιους βέβαια θέλουν και μπορούν να ανιχνεύσουν και να καταλάβουν την πραγματικότητα. Είχα τη μεγάλη ευκαιρία, το Νοέμβριο του 1989, να είμαι στο Βερολίνο, μαζί με τον αείμνηστο φίλο και συνάδελφο Κων. Καλλιγά.
Παρακολουθήσαμε έτσι την πτώση του «Τείχους του Αίσχους» και συμφωνήσαμε ότι η ιστορία άλλαζε, χωρίς να τελειώνει βέβαια. Πράγματι, μετά την πτώση του Τείχους ακολούθησαν η πτώση της σοβιετικής κομμουνιστικής αυτοκρατορίας, η απελευθέρωση της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης από τον ολοκληρωτισμό και η είσοδος της Κομμουνιστικής Κίνας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Ήταν σαφές τότε ότι η Αμερική και μαζί με αυτήν η Ευρώπη, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και ο Καναδάς, ήσαν οι κυρίαρχες περιοχές στη μεγάλη διεθνή σκακιέρα και άρα η φιλελεύθερη τάξη τους, δηλαδή το κράτος δικαίου, μπορούσε να παγκοσμιοποιηθεί.
Εξάλλου, οι νικήτριες δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου, είχαν υπό τον έλεγχό τους το 70% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών και το 80% της παγκόσμιας ροής κεφαλαίων.
Η ευφορία δεν κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια. Οι δυνάμεις του ζόφου και της οπισθοδρόμησης δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη, αλλ’ ούτε και πρόκειται ποτέ να την πουν. Οι δυνάμεις αυτές είναι συνυφασμένες με τον άνθρωπο, έχουν γερά ερείσματα στον εσωτερικό του κόσμο και κάθε φορά που ο κόσμος ανοίγει προς το καλύτερο, κάνουν ότι μπορούν για να τον κλείσουν.
Έτσι, τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, τη μεγάλη χρηματοοικονομική ύφεση του 2008, την προσφυγική κρίση του 2015 και την πανδημία του 2020, γίνεται πάντα λόγος για μεγάλες αλλαγές χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται η πραγματική φύση τους.
Ωστόσο, μετά την εκδήλωση της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που δημοκρατικές και μη κυβερνήσεις κλήθηκαν να πάρουν, η σχετική φιλολογία πήρε και γεωπολιτικές διαστάσεις, με ξεκάθαρο ιδεολογικό περιεχόμενο.
Στα αυταρχικά καθεστώτα η πανδημία έδωσε την ευκαιρία να γίνουν ακόμα πιο σκληρά, με παράλληλη στενή επιτήρηση των υπηκόων τους. Αντιθέτως στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η πανδημία έφερε στην επιφάνεια τις αδυναμίες των θεσμών τους και κυρίως την κρίση εμπιστοσύνης προς αυτούς.
Όπως υποστήριξε η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός Ρέιτσελ Κλάινφελντ, «....Παρά τις προσπάθειες των πολιτικών να χρησιμοποιήσουν την κρίση για να προωθήσουν το αγαπημένο τους πολιτικό μοντέλο, τα στοιχεία μέχρι στιγμής δεν δείχνουν ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα και τον τύπο πολιτεύματος....».
Ενώ κάποια απολυταρχικά καθεστώτα, όπως της Σιγκαπούρης, αρχικά τα πήγαν καλά, άλλα, όπως του Ιράν, έχουν αποτύχει οικτρά. Ομοίως, κάποιες δημοκρατίες, όπως των Η.Π.Α., παραπαίουν, ενώ άλλες, όπως της Νότιας Κορέας, της Γερμανίας και της Ταϊβάν, τα έχουν καταφέρει θαυμάσια. Κατά την ανάλυση της Κλάινφελντ, οι κύριοι παράγοντες που καθόρισαν την επιτυχία ενός έθνους στον περιορισμό της πανδημίας της νόσου COVID-19 είναι η πρότερη εμπειρία των κυβερνήσεων στην αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων, το επίπεδο κοινωνικής εμπιστοσύνης σε μια κοινωνία και η δυναμική του κράτους.
Για παράδειγμα, επισημαίνει η Αμερικανίδα καθηγήτρια, «....η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη, αν και διαφέρουν πολιτικά, πήραν το μάθημα από την επιδημία του SARS το 2002-2003 και ανέπτυξαν γρήγορα τεστ σε σύντομο χρονικό διάστημα αφότου άρχισε να εξαπλώνεται ο κορωνοϊός, προσπαθώντας να βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά του.
Και οι τέσσερις χώρες διέθεταν νόμους έκτακτης ανάγκης που τους παραχώρησαν το πρωτοφανές δικαίωμα ανίχνευσης των κινήσεων μολυσμένων ατόμων, ενώ χαλάρωσαν τους κανονισμούς περί ιδιωτικού απορρήτου ώστε να διαδώσουν ευρέως τις πληροφορίες αυτές, ειδοποιώντας τους άμεσα ενδιαφερόμενους ότι είχαν εκτεθεί στον ιό και ότι έπρεπε να υποβληθούν σε τεστ.
Τέλος, εφάρμοσαν αυστηρές καραντίνες προκειμένου να καθυστερήσουν την εξάπλωση της επιδημίας, στην πρώτη δεκάδα των χωρών στις οποίες οι πολίτες δείχνουν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή τους. Και μόνο κυβερνήσεις που απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών τους μπορούν να διατηρήσουν αποτελεσματικά μια δυσβάσταχτη καραντίνα...».
«....Αντιστρόφως, στο απολυταρχικό Ιράν και στη δημοκρατική Ιταλία, ο χαμηλός βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς έχει δυσχεράνει την εφαρμογή της κοινωνικής απομάκρυνσης.
Η πολιτική πόλωση και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, εξηγεί επίσης, εν μέρει τουλάχιστον, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Η.Π.Α. στη διαχείριση της κρίσης...», επισημαίνει ο Ιβάν Κραστεφ, Βούλγαρος συγγραφέας και πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών στη Σόφια.
Τονίζει δε ότι «....η έρευνα της Κλάινφελντ δείχνει ότι, ενώ η πανδημία του κορωνοϊού όξυνε την ανταγωνιστική προπαγάνδα μεταξύ δημοκρατικών και απολυταρχικών συστημάτων, η παγκόσμια αντίδραση απέναντι στον ιό κατέστησε ασαφή τα όρια μεταξύ διαφορετικών τύπων πολιτεύματος. Τα δημοκρατικά συστήματα αποδείχθηκαν εξίσου πρόθυμα με τα απολυταρχικά να παραβιάσουν το ιδιωτικό απόρρητο των πολιτών τους. Συγχρόνως, είναι σαφές ότι οι απολυταρχικοί κυβερνώντες έδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον για τις αντιδράσεις του κοινού με τους δημοκρατικούς πολιτικούς που έχουν κατά νου τις επόμενες εκλογές...».
Όπως έγραψε ο Βρετανός πολιτικός φιλόσοφος Ντέιβιντ Ράνσιμαν, «...Σε συνθήκες καραντίνας, οι δημοκρατίες φανερώνουν τι κοινό έχουν με τα υπόλοιπα πολιτικά συστήματα: κι εδώ επίσης, η πολιτική έχει να κάνει πρωτίστως με την εξουσία και την τάξη....».
Με άλλα λόγια, η αλλαγή που φέρνει ο κορωνοϊός δεν είναι μια νέα εκδοχή, απολυταρχική ή δημοκρατική, του «τέλους της ιστορίας»· αυτό που ενδέχεται να επιφέρει είναι ένας λιγότερο ιδεολογικός αλλά πιο ασταθής κόσμος.
Ένας κόσμος στον οποίον οι δυνάμεις της καθυστέρησης και της ανελευθερίας θέλουν από τώρα να έχουν την πρώτη θέση, πράγμα που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν πετύχει.