Είναι γνωστό ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος οδεύει προς τα 370 τρισεκατομμύρια δολάρια, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ δεν ξεπερνά τα 113 τρις. Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν?.
Κατά κύριο λόγο, στο επίπεδο αυτό δύο είναι οι οικονομικές σχολές που αντιπαρατίθενται. Από την μία πλευρά η εμπνεόμενη από τους Άνταμ Σμιθ, Ρικάρντο, Μίλτον Φρήντμαν και άλλους φιλελεύθερους οικονομολόγους και, από την άλλη, η παρεμβατική σχολή (Κέϋνς, Μπαρό κ.α.), η οποία και κυριάρχησε από τα μέσα του 200u αιώνα και μετά. Σήμερα δε, με αφορμή την οικονομική κρίση του 2009 και την πανδημία του 2020, βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο. Μπορεί οι κρατικές παρεμβάσεις να έσωσαν την παγκόσμια οικονομία από πιο επώδυνες συνέπειες των κρίσεων, ωστόσο το διεθνές δημόσιο χρέος αποτελεί πλέον ωρολογιακή βόμβα. Ας δούμε, όμως, την ιστορία.
Ποιο χρέος χαρακτηρίζεται υψηλό και υπό ΠΟΙΟΥΣ όρους; Σύμφωνα με τον μυθιστορηματικό ήρωα του Καρόλου Ντίκενς στο έργο του «Δαυίδ Κόππερφιλντ», κύριο Μικόμπερ, κάθε έλλειμμα είναι υπερβολικό. Υποστήριζε έτσι ότι: «Ετήσιο εισόδημα 20 λίρες, ετήσιες δαπάνες 19,96, αποτέλεσμα ευτυχία. Ετήσιο εισόδημα 20 λίρες, ετήσιες δαπάνες 20,06, αποτέλεσμα δυστυχία». Αυτή είναι η άποψη που έχουν κάποιοι Αμερικανοί πολιτικοί και οικονομολόγοι, οι οποίοι προτείνουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και, βεβαίως, μηδενικά δημόσια χρέη.
Αντιθέτως, στην Ευρώπη, ακόμα και μη κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, αλλά και όλοι οι πολιτικοί, τάσσονται λιγότερο υπέρ της άποψης του Μικόμπερ. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ όρισε ότι οι χώρες που επιθυμούν να γίνουν μέλη σε μία ένωση με ενιαίο νόμισμα δεν θα πρέπει να παρουσιάζουν έλλειμμα μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ, ούτε χρέη που να ξεπερνούν το 60% —αν και κανένα από τα δύο αυτά κριτήρια δεν εφαρμόστηκε αυστηρά. Σήμερα δε τα κριτήρια αυτά έχουν παραβιασθεί κατάφωρα, ιδιαιτέρως στον ευρωπαϊκό νότο, τη Γαλλία και έως ένα βαθμό το Βέλγιο. Υπερχρεωμένο είναι επίσης και το Ην.Βασίλειο, το οποίο έχει αποχωρίσει από την ΕΕ.
Ωστόσο, η βρετανική ιστορική εμπειρία γιγαντιαίων δημοσίων χρεών υποχρεώνει σε διανοητική γυμναστική. Κατά τον ιστορικό Ν.Φέργκιουσον, κάθε θεωρία που εξετάζει την οικονομική σημασία του δημοσίου χρέους πρέπει να ερμηνεύσει γιατί η Βρετανία όχι μόνον στάθηκε ικανή να ξεπεράσει, από οικονομικής και δημογραφικής απόψεως, ανώτερους ανταγωνιστές της, τόσο στον 180 όσο και στον 200 αιώνα, αλλά και γιατί κατάφερε να αποφύγει τις εσωτερικές πολιτικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν στην Γαλλία και την Γερμανία και οι οποίες σχετίζονται με τις επιβαρύνσεις λόγω του υψηλού χρέους. Μα, πάνω απ' όλα, πρέπει να ερμηνεύσει γιατί αναδείχθηκε το «πρώτο βιομηχανικό έθνος», παρά το βάρος ενός δημοσίου χρέους με πρωτοφανές μέγεθος και διάρκεια
Ο Άνταμ Σμιθ, στον «Πλούτο των Εθνών», υποστήριζε ότι η οικονομία που αναπτύσσεται με δάνεια, παραγκωνίζει συνήθως τις ιδιωτικές επενδύσεις και συνεπώς συμπιέζει τον σχηματισμό ιδιωτικών κεφαλαίων. Ο Ρικάρντο αποκάλεσε το εθνικό χρέος «μία από τις φοβερές μάστιγες που εφευρέθηκαν ποτέ για να ταλανίζουν ένα έθνος Ένα συντριπτικό άχθος που παραλύει κάθε προσπάθεια»..
Ωστόσο, στις παραπάνω απόψεις υπάρχει και αντίλογος. Ο συγγραφέας του 180υ αιώνα Ισαάκ ντε Πίντο υποστήριζε ότι τα εθνικά χρέη μπορούν να αποτελούν θετικό ερέθισμα για ανάπτυξη, εφόσον «τα χρέη, αν δεν λήγουν ποτέ και δεν έχουν καμία κρίσιμη περιορισμένη διάρκεια χρόνου να φοβούνται, είναι σαν να μην υπάρχουν». Υποστήριζε ότι κάθε νέο δάνειο «δημιουργεί ένα νέο, επίπλαστο κεφάλαιο —που δεν υπήρχε πριν— και το οποίο γίνεται μόνιμο, πάγιο και σταθερό, σαν να ήταν αληθινός θησαυρός». Ο Τόμας Μάλθους εξέφρασε άποψη κατά της εξόφλησης του εθνικού χρέους, αιτιολογώντας την θέση του με βάση το γεγονός ότι, χάρη σ' αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «φαινόμενο της ευμάρειας», η κατανάλωση των ομολογιούχων δίνει ώθηση στην συνολική ζήτηση. Σύμφωνα με μία λιγότερο πολύπλοκη ανάλυση, ένα εθνικό χρέος θα μπορούσε να θεωρείται ότι ενισχύει την δύναμη του κράτους, ακόμη και την αίγλη του.
Στην διάρκεια του 200υ αιώνα, η ανάπτυξη δημοσίων χρεών πήρε πολύ πιο εξελιγμένες μορφές και βεβαίως έφερε την σφραγίδα του Κέϋνς. Οι πρώτοι οπαδοί του Βρετανού οικονομολόγου υποστήριζαν ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «λειτουργική» τακτική του ελλειμματικού προϋπολογισμού, για να διεγείρει μία οικονομία που λειτουργεί χωρίς να μπορεί να προσφέρει πλήρη απασχόληση. Τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα και, συνεπώς, τα χρέη, θα ήταν τονωτικά σε περιόδους κρίσης. Πιο πρόσφατα, επικρατεί η άποψη ότι η ανάπτυξη των δημοσίων χρεών μπορεί, αν οι αγορές δεν είναι ατελείς, να συμβάλλει στον σχηματισμό κεφαλαίου και στην οικονομική πρόοδο, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων —και, για την ακρίβεια, «εισάγοντας νέα χρεόγραφα που επεκτείνουν τις ευκαιρίες καταμερισμού κινδύνου».
Οι ιστορικοί υπέδειξαν ότι αυτό βοηθάει στην ερμηνεία της οικονομικής επιτυχίας της Βρετανίας κατά τον 180 αιώνα, παρά τις υψηλές επιβαρύνσεις του χρέους.
Ένα ακόμα στοιχείο που αιτιολογεί τα δημόσια χρέη είναι ότι οι μεταβιβάσεις τις οποίες επιφέρουν, απλώς δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Στο έργο του «Essai politique sur 1e commerce» (1736), ο Γάλλος θεωρητικός Ζαν-Φρανσουά Μελόν υποστήριξε ότι ένα εθνικό χρέος συνίσταται «σε χρέη που γίνονται από τα δεξί χέρι προς το αριστερό —αλλά, με τις μεταβιβάσεις αυτές, δεν εξασθενεί το σώμα αν προσλαμβάνει την απαραίτητη τροφή που ξέρει πώς να την κατανείμει». Η εν λόγω διαπίστωση προμάντεψε την άποψη ότι το χρέος δεν είναι απαραίτητα χειρότερο, σε μακροοικονομικούς όρους, από την φορολογία, επειδή, κατά τα λεγόμενα του οικονομολόγου Ρόμπερτ Μπάρο, «τα νοικοκυριά θεωρούν ότι μία τρέχουσα συνολική φορολογία του ενός δολλαρίου και ένα τρέχον έλλειμμα προϋπολογισμού του ενός δολλαρίου είναι ισοδύναμα».
Η καίριας σημασίας υπόθεση στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι, για οποιοδήποτε νοικοκυριό που έχει αίσθηση ευθύνης απέναντι στην επόμενη γενιά, ένας φόρος που θα επιβληθεί αύριο, για την εξόφληση του σημερινού δανεισμού, αντιστοιχεί με τον ίδιο φόρο σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα, τα κρατικά ελλείμματα το μόνο που κάνουν είναι να επηρεάζουν «την επιλογή του κατάλληλου χρόνου μιας γνήσιας οικονομικής δραστηριότητας», από την άποψη ότι επηρεάζουν το χρονικό πλαίσιο της φορολογίας. Ουσιαστικά, όταν οι φόροι είναι παραμορφωτικοί —δηλαδή, όταν επιβάλλουν παραμορφώσεις στην οικονομία οι οποίες θα μειώσουν την ανάπτυξη κάτω από το βέλτιστο επίπεδό της— τα ελλείμματα μπορούν να διαδραματίσουν έναν ευεργετικό ρόλο εξομάλυνσης των φόρων, αφήνοντας το περιθώριο να μετατεθούν χρονικά οι πληρωμές που καλύπτουν έκτακτα γεγονότα, όπως πόλεμοι ή οικονομικές υφέσεις, σε περιόδους μεγαλύτερης ευημερίας. Δεδομένου ότι οι φόροι είναι συνήθως παραμορφωτικοί, το επιχείρημα αυτό είναι σημαντικό,ιδιαίτερα δε στις μέρες μας,όπου το χρέος χρησιμοποιείται και ως πολεμικό όπλο.
To μεγάλο deal της Αττικής Οδού και ο επενδυτικός ...καύσωνας
Η βαθιά υπαρξιακή κρίση του ΣΥΡΙΖΑ
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις