Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα υπήρξε το θέατρο δύο δραματικών γεγονότων. Το πρώτο ήταν η τύφλωση, ο φανατισμός, η αμάθεια και η δήθεν «πονηριά των Ελλήνων Κομμουνιστών». Στην προσπάθειά τους να ξεγελάσουν τους εαυτούς τους και τον αδίστακτο δικτάτορα της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν, προκάλεσαν έναν εμφύλιο πόλεμο που ρήμαξε τη χώρα, κόστισε πολύ περισσότερο από τη γερμανική κατοχή και πήγε πίσω την Ελλάδα δεκάδες χρόνια.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Το δεύτερο γεγονός – ατύχημα, υπήρξε η κωμικοτραγική δικτατορία των συνταγματαρχών, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή απομόνωση, την πολιτική υπανάπτυξη και τελικά στην κυπριακή τραγωδία.
Όταν λοιπόν την 24η Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατέβαινε από το αεροπλάνο, με πρόκληση την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η χώρα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, ήταν στην καλύτερη περίπτωση τριάντα χρόνια πίσω. Ακόμα χειρότερα οι συνταγματάρχες είχαν διαλύσει την αμυντική της θωράκιση και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε πολύ καλά από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες ότι η Ελλάδα ήταν ο νάνος του ΝΑΤΟ. Γνώριζε επίσης ο μετέπειτα πρωθυπουργός, ότι αυτό το γνώριζαν και οι Τούρκοι. Γι’ αυτό εκ του ασφαλούς επιχείρησαν την εισβολή στην Κύπρο, όντας βέβαιοι ότι θα κάνουν περίπατο.
Τα χρόνια της δικτατορίας, καλύπτοντας για τη Γάλλο-βελγική εφημερίδα «Nord-Eclair» τις εξελίξεις στην τότε Ε.Ο.Κ. (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) και το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που ήταν εγκαταστημένο στην κωμόπολη Καστώ, κοντά στη Γαλλία, γνώριζα πολύ καλά τι κυκλοφορούσε για την Ελλάδα στους στρατιωτικούς συμμαχικούς κύκλους, πράγμα που γνώριζαν σίγουρα καλύτερα εμού και οι Τούρκοι αξιωματικοί στους κόλπους της συμμαχίας.
Την ίδια περίοδο, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι Δανοί και Ολλανδοί πολιτικοί είχαν καταθέσει ερώτημα (απόρρητο) στη γενική γραμματεία του ΝΑΤΟ ρωτώντας ποιος ο λόγος η χώρα μας να είναι μέλος μιας συμμαχίας όντας υπό καθεστώς μιας στρατιωτικής δικτατορίας, η οποία δεν πρόσφερε τίποτε. Αντίθετα, τα έργα και οι ημέρες της αποτελούσαν αντιδημοκρατική εκτροπή ελάχιστα συμβατή με το ρόλο που το ΝΑΤΟ ήθελε να προβάλει στον ελεύθερο κόσμο.
Είναι συνεπώς κατάδηλο ότι η δικτατορία υπήρξε σοβαρό μεταπολεμικό ατύχημα για την Ελλάδα. Διότι για μια κρίσιμη επταετία της έκλεισε το δρόμο προς τον πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό και έφερε στο προσκήνιο μετεμφυλιακά αρνητικά σύνδρομα που οξύνθηκαν.
Πολύ σωστά έτσι, το 1974, αναλαμβάνοντας την εξουσία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαζε στόχο τη γρήγορη ένταξη στην τότε διευρημένη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα των εννέα χωρών – μελών και ξεκαθάρισε προς τους συμμάχους και μελλοντικούς εταίρους ότι η Ελλάδα «ανήκε στη Δύση».
Δυστυχώς, αυτή η ιστορική επιλογή αντί να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό, τον δίχασε γιατί έτσι ήθελαν κάποιες εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις. Για μια μακρά περίοδο έτσι, η Ελλάδα δεν ενέπνεε καμμιά εμπιστοσύνη ούτε σε φίλους αλλ’ ούτε και σε αυτούς που την ήθελαν διχασμένη.
Όλα άλλαξαν όμως μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη το 1989 και τη συναφή με αυτήν διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Η εξέλιξη αυτή έφερε τα πάνω κάτω στον τον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη, κονιορτοποίησε ιδεολογήματα και θεωρίες περί «χαρούμενων αύριο» και «κοινωνικών παραδείσων» και ανέδειξε τα πραγματικά δεδομένα που μπορούν να οδηγήσουν τις χώρες σε πρόοδο και ευημερία.
Από το 1990 και μετά άνοιγε μια νέα σελίδα για την Ελλάδα, η οποία ευτυχώς στη δεκαετία που ακολούθησε μπόρεσε να ενταχθεί εγκαίρως στην ευρωζώνη και να βοηθήσει την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τις άλλες εννέα χώρες που αποτελέσαν τη μεγάλη διεύρυνση της αρχικής ευρωπαϊκής οντότητας.
Και ενώ η είσοδος στην ευρωζώνη αποτελούσε μια μοναδική ευκαιρία εκσυγχρονισμού και θεσμικής αναδιάρθρωσης για τη χώρα, τελικά το 2011 κατέληξε στην έβδομη χρεωκοπία της μετά το 1821 και την απαλλαγή της από τον οθωμανικό ζυγό.
Τα 14 τελευταία χρόνια έτσι, η Ελλάδα σε οικονομικό και θεσμικό επίπεδο έχασε νέο έδαφος έναντι των προηγμένων εταίρων της στην Ε.Ε., τον ΟΟΣΑ και την ενιαία αγορά, με αποτέλεσμα οι επιδόσεις της σε κατά κεφαλήν εισόδημα, παραγωγικότητα, δημοσιονομική διαχείριση και διοικητική οργάνωση του κράτους, να έχουν σημειώσει ελάχιστες προόδους.
Σε σύγκριση για παράδειγμα με χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και άλλες, που εντάχθηκαν στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά από αυτήν, η ελληνική υστέρηση είναι χαρακτηριστική και δεν αποτελεί τιμή για το πολιτικό κυρίως προσωπικό της χώρας.
Θετική είναι ωστόσο η αναβάθμιση του γεωπολιτικού κύρους της χώρας τα τελευταία χρόνια, η σταθεροποίηση της δημοκρατίας της και η επιτυχία της σε τομείς, όπως ο αθλητισμός και ο πολιτισμός. Οι επιτυχίες αυτές δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες της Ελλάδας, η οποία κατέχει πρώτο ρόλο και στην παγκόσμια ναυτιλία.
Αν στη σημασία της τελευταίας προσθέσουμε και τον ανερχόμενο τουρισμό, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι οικονομικές προοπτικές της χώρας είναι θετικές, σε μια εποχή που διαφέρει αισθητά από το αμιγώς βιομηχανικό παρελθόν των αναπτυγμένων οικονομιών.
Το άλυτο ακόμα πρόβλημά της, 203 χρόνια μετά την έξοδό της από την τουρκική κατοχή, είναι η ύπαρξη και λειτουργία της πελατοκρατικής φαυλοκρατίας, η οποία αποδεικνύεται ότι τώρα προσαρμόζεται και στην ψηφιακή εποχή. Συνεπώς για την ανατροπή της απαιτείται μια νέα επανάσταση, μη ορατή για την ώρα στον ελληνικό ορίζοντα. Ωστόσο, όσο αναπνέουμε ας ελπίζουμε, γιατί κάτι είναι και αυτό.