Το δράμα της Ουκρανίας συνεχίζεται. Η αιματοχυσία και τα εκατομμύρια των προσφύγων είναι μια διαρκής υπόμνηση, ότι η φρίκη του πολέμου, μόνο μακρινή ανάμνηση δεν αποτελεί για την ανθρωπότητα και την Ευρώπη. Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και η κατάπαυση του πυρός, αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα. Χωρίς βέβαια να συνιστούν, ούτε να μπορούν να εκληφθούν ως άφεση αμαρτιών, για όσους έχουν εγκληματήσει και προσέφυγαν στην πολεμική βία.
Ακούγεται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση, πως η λύση της ουδετερότητας για τη Ουκρανία, στο πρότυπο της Σουηδίας και της Αυστρίας, θα αποτελούσε μια βάση συζήτησης για τη Ρωσία. Εδώ ωστόσο είναι που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Τόσο γιατί ο διάβολος βρίσκεται πάντα στις λεπτομέρειες, όσο και γιατί κάθε παραπειστική παραδοχή, μπορεί να προοιωνίζεται μια νέα ζοφερή περιπέτεια για την υφήλιο.
Εν πρώτοις δεν υπάρχει ουδεμία αναλογία μεταξύ της λεγόμενης αυστριακής από τη μια και της σουηδικής από την άλλη ουδετερότητας. Η αυστριακή ουδετερότητα, απετέλεσε στοιχείο ουσιαστικά της συντακτικής ταυτότητας της Αυστρίας και όρος για την ανεξαρτησία της ως κράτους, με τη Συνθήκη της Βιέννης το 1955. Μέχρι τότε η Αυστρία συνολικά και η Βιέννη ειδικότερα τελούσαν υπό τετραεθνή κατοχή. Οι κατοχικές δυνάμεις ήταν οι νικήτριες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλαδή, η Σοβιετική Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Η ουδετερότητα της Αυστρίας, σύμφωνα με την οποία η χώρα δεσμεύεται να μην ενταχθεί σε διεθνή στρατιωτικό οργανισμό, ούτε να επιτρέψει την ανάπτυξη ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και τη δημιουργία ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός της, ήταν προϋπόθεση για να συναινέσει η Σοβιετική Ένωση στον τερματισμό της κατοχής και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της. Ήταν όρος που εν πολλοίς έχει τηρηθεί.
Τα πράγματα όμως δεν είναι ίδια για τη λεγόμενη σουηδική ουδετερότητα. Η ουδετερότητα αυτή προέκυψε ως αυτοδέσμευση πολιτικής της ίδιας της χώρας, για να αποφύγει περιπέτειες και εδαφικό ακρωτηριασμό. Θρυαλλίδα ήταν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι στους οποίους συμμετείχε και οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της Φινλανδίας το 1809, η οποία περιήλθε στον Ρωσικό έλεγχο.
Ως αποτέλεσμα υιοθετήθηκε από το 1812 η πολιτική της ουδετερότητας ως αρχή της εξωτερικής της πολιτικής. Την εν λόγω πολιτική ακολούθησε σταθερά η εκάστοτε πολιτική ηγεσία και επέτρεψε, βοηθούντων και εξωγενών παραγόντων που διαμορφώθηκαν ερήμην της, να διαφυλάξει την ειρήνη και την ευημερία της χώρας, κατά τη διάρκεια και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.
Η Σουηδική ωστόσο ουδετερότητα δε συστήνει δικαιώματα και αξιώσεις τρίτων χωρών για να την επικαλούνται. Πολύ περισσότερο μάλιστα για να την επιβάλλουν. Η αυτονόητη αυτή διαπίστωση, είναι απόλυτα απαραίτητη και επίκαιρη τόσο λόγω της πρόσφατης έμμεσης εξίσωσής της με τη ρητή δέσμευση ουδετερότητας της Αυστρίας, όσο και λόγω της Ρωσικής αναφοράς- προειδοποίησης, πως το ενδεχόμενο ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, θα εκλαμβάνονταν ως απειλή για την ασφάλεια.
Δημιουργείται το υπόβαθρο για να αμφισβητηθεί η ενάσκηση ενός κυριαρχικού δικαιώματος της Σουηδίας, με το επίχρισμα μάλιστα της δήθεν παραβίασης της ουδετερότητάς της. Δε θα πρέπει να αγνοείται και το γεγονός ότι η Σουηδία, όπως και η Ρωσία, αποτελεί ένα εκ των οκτώ κρατών του Αρκτικού κύκλου, στον οποίο διακυβεύονται κολοσσιαία οικονομικά και ειδικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Δημιουργείται ένα νέο δυνητικό θέατρο αντιπαράθεσης και προσφυγής στον παραλογισμό της σύγκρουσης, με τον οποίο φαίνεται ανησυχητικά να εξοικειώνεται ο κόσμος μας.