Τα ποιοτικά στοιχεία των πρόσφατων μετρήσεων καταδεικνύουν με σαφή τρόπο ότι ο στόχος της αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα στις Εθνικές Εκλογές απομακρύνεται.
Τα ποσοστά της κυβερνητικής παράταξης κυμαίνονται κάτω από το όριο, το οποίο ο εκλογικός νόμος Θεοδωρικάκου προβλέπει για το σχηματισμό Κυβέρνησης, ενώ η τωρινή σκληρή κόντρα μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, στη σκιά των εξελίξεων της υπόθεσης παρακολούθησης του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη, αποκλείει στην παρούσα φάση το σενάριο μετεκλογικής συνεργασίας, με βάση το μοντέλο της περιόδου 2012-2015.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το νόμο που ψήφισαν οι γαλάζιοι βουλευτές στις αρχές του 2020, το πρώτο κόμμα χρειάζεται πάνω από 38% για να κατακτήσει ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή.
Αν λάβει κανείς υπόψη τα πολιτικά χαρακτηριστικά των κομμάτων που κερδίζουν ή αναμένεται να κερδίσουν την είσοδο τους στη Βουλή, εξάγει το συμπέρασμα ότι συνιστά μονόδρομο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η τροποποίηση του εκλογικού συστήματος στην κατεύθυνση της ενισχυμένης αναλογικής, προκειμένου να πετύχει δύο βασικά πράγματα: αφενός να διεκδικήσει με περισσότερες πιθανότητες δεύτερη συνεχόμενη τετραετία για να ολοκληρώσει το έργο του, αφετέρου κι αυτό έχει εθνική διάσταση, να καταφέρει να κρατήσει τη χώρα στις ράγες της σταθερότητας, σε μία περίοδο μεγάλων προκλήσεων και έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων που δεν αφήνουν περιθώρια για πειραματισμούς και περιπέτειες ακυβερνησίας.
Τα ανωτέρω συνιστούν ένα σοβαρό επιχείρημα για τον Πρωθυπουργό για να εξηγήσει στην κοινή γνώμη από το βήμα της ΔΕΘ, τους λόγους για τους οποίους οι πιθανές αλλαγές στο εκλογικό σύστημα καθίστανται επιτακτικές.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα αυτό αναμένεται να προκαλέσει σφοδρή πολιτική σύγκρουση εντός και εκτός Βουλής, με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίζει πλέον τα ρέστα του για να μπορέσει να πλήξει την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη, που παρά τις όποιες αρρυθμίες παραμένει έως σήμερα αδιαμφισβήτητη. Το προεκλογικό πόκερ με σκληρούς όρους μόλις ξεκίνησε…