«Εμπρός και πάλι για δεξιά μεγάλη»! Ό εστίν μεθερμηνευόμενον, σύμφωνα με συνομιλητή από τους στενότερους και εγκυρότερους (και με δεσμούς εκτός πολιτικής με τον πρώην πρωθυπουργό) του Αντώνη Σαμαρά, «θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να θέλει ο Σαμαράς μια «Νέα Δημοκρατία» (όπως και να αποκαλείται) καθαρή στα δεξιά του Μητσοτάκη», αλλά (οι πρώτες ενστάσεις) «δεν ξέρω αν τελικά θα το επιχειρήσει και πότε. Εσύ κράτα ότι ο Αντώνης είναι ήδη στην Αμερική, αν σου λέει κάτι»…
Γράφει ο Χρήστος Υφαντής
Ο ίδιος άνθρωπος αποκλείει «να φύγει κάποιος εκ των σημερινών βουλευτών του Μητσοτάκη», ενώ για την θρυαλλίδα που οδήγησε τον κ. Σαμαρά να διακόψει κάθε δεσμό με την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία, η απάντηση ήταν «κάτι περιμένει να συμβεί στα ελληνοτουρκικά και θέλει να το προλάβει».
Στην ερώτηση «αν οδηγούμαστε σε ένα «κόμμα Τραμπ αλά ελληνικά» με τον Σαμαρά πολιτικό και ιδεολογικό επικεφαλής και τον Βελόπουλο με την Λατινοπούλου υπαρχηγούς» (σχηματική απεικόνιση), η απάντηση ήταν «δύσκολα να συμβεί αυτό, μόνο με την Λατινοπούλου ιδεολογικά είναι κοντά».
Ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς, μέσω συνεργατών του, έχει καταθέσει ήδη στα social media το συμπέρασμα (με βάση τις φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις) ότι « η κυβέρνηση έχει ήδη απωλέσει τον περιβόητο μεσαίο χώρο, εξαιτίας της πολιτικής της στα ελληνοτουρκικά. Τρεις στους τέσσερις δεν την εμπιστεύονται και την στηρίζουν κυρίως αυτοί που δεν την ψήφισαν ποτέ. Οι περισσότεροι Νεοδημοκράτες που της έδωσαν 40,5% τον Ιούνιο του 23 έχουν ήδη φύγει. Μόλις 1,1 εκατομμύριο την ψήφισαν φέτος τον Ιούνιο και από αυτούς τρεις με τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες συνέχισαν να φεύγουν. Και από όσους έμειναν –περί τις 850 χιλιάδες- κάτι λιγότερο από τους μισούς (49%) συμφωνούν με την πολιτική της κυβέρνησης ενώ η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας ανησυχεί, περιμένει τα χειρότερα και συμφωνεί με την κριτική Σαμαρά-Καραμανλή, σύμφωνα τουλάχιστον με τις μετρήσεις».
Και καταλήγουν οι συνεργάτες του: «Το Μαξίμου πως αντιδρά σε όλα αυτά; Βρίζει ως «εθνικιστές» και «φιλοπόλεμους» όσους λένε στην κυβέρνηση πως με την πολιτική της απλώς «ξεπλένει» την Τουρκία, ενώ θα έπρεπε να αναρωτηθεί μήπως έχουν δίκιο όσοι την προειδοποιούν ότι βρίσκεται σε λάθος δρόμο».
Και το κερασάκι στην τούρτα: «Δεν μπορεί να υπερηφανεύεται η Κυβέρνηση, που συζητάει με τον «πατέρα» της «Γαλάζιας Πατρίδας», τον κ. Χακάν Φιντάν και την ίδια στιγμή, να μην μπορεί να συζητήσει με δύο ηγέτες (να και ο Καραμανλής!) της δικής της παράταξης και δύο πρώην Πρωθυπουργούς (με κεφαλαίο Π) της χώρας. Που συμβαίνει και τώρα να εκφράζουν την πλειοψηφία της κοινωνίας».
Πότε δημοσιοποιήθηκαν όλα αυτά τα εξόχως δημοσκοπικά και πολιτικά; Στις 30 Οκτωβρίου, με αφορμή τις δύο μετρήσεις της MRB και της Metron Analysis, που είχαν μετρήσει την κοινή γνώμη στα ελληνοτουρκικά και είχαν δημοσιοποιήσει τα ευρήματα τους και μετά την «διάσημη» κοινή παρουσία των δύο πρώην πρωθυπουργών στο Πολεμικό Μουσείο.
Οι σχέσεις με την Τουρκία και η γενικότερη διαμόρφωση των ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή, ειδικά μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και την δεδομένη απώλεια κρίσιμης εκλογικής μάζας από την Νέα Δημοκρατία προς τα δεξιά της, συγκροτούν το πλαίσιο που ο κ. Σαμαράς θα επιδιώξει να κινηθεί, με βασικό απώτερο στόχο «να μπλοκάρει τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για διάλογο με την Τουρκία και να επανέλθει η ελληνική εξωτερική πολιτική στην παλαιότερη κανονικότητα της».
Πως αυτή η επιδίωξη μεταφράζεται πολιτικά και οργανωτικά θα φανεί στο επόμενο χρονικό διάστημα. Ειδικά, μάλιστα, αν συνδυαστεί με την δεδομένη αναζήτηση από μερίδα του ελληνικού επιχειρείν ενός «αντιπάλου του Μητσοτάκη στα δεξιά του», αναζήτηση που δεν είναι δυνατόν να παραμείνει αποκλειστικά στα εθνικά θέματα (καθότι αυτά δεν βγάζουν κυβέρνηση) και αναμένεται να επεκταθεί και σε ζητήματα οικονομίας και καθημερινότητας «με ένα άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και πολιτικής απέναντι στην ακρίβεια» για να διαμορφωθεί έτσι το momentum που θα οδηγήσει αν όχι στην ανατροπή, τουλάχιστον στην αιχμαλωσία του πρωθυπουργού έως το 2027 και μετά από αυτό.
Ο κ. Σαμαράς δεν έχει κανένα πρόβλημα να υπηρετήσει αυτόν τον σχεδιασμό απέναντι σε έναν «γόνο του Μητσοτακισμού», για τον οποίο δεν παύει να λέει τα χειρότερα και με αφορμή παλαιότερη «ανεκπλήρωτη, τελικά, υπόσχεση Μητσοτάκη για διορισμό σε θέση Επιτρόπου» (η τελική απάντηση που έλαβε ήταν «Αντώνη δεν γίνεται, διαφωνεί η Μέρκελ» και βεβαίως δεν πείστηκε), αλλά και απλές αναφορές στην πιθανότητα «να προταθεί για πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Στην ουσία, ο καημός του πρώην πρωθυπουργού είναι «να τον ακούν και να συζητάνε μαζί του τα μεγάλα θέματα», μια αίσθηση «ενεργής συγκυβέρνησης» από το γραφείο του στην Δημοκρίτου με την εκλεγμένη κυβέρνηση, «όπως παλαιότερα συνέβαινε, έστω και τυπικά», συνδυασμένη με την «ιστορία που κουβαλάει ο ίδιος και η οικογένεια του», την οποία, υποτίθεται, «σταμάτησε να τιμά ο πρωθυπουργός και το Μαξίμου με όλους τους ακροκεντρώους που έχουν διεισδύσει και έχουν μολύνει τον οργανισμό της παλιάς, ορθόδοξης και παραδοσιακής Νέας Δημοκρατίας».
Κι από συμμάχους, κάθε λογής και φυράματος; Η απάντηση του συνομιλητή του πρώην πρωθυπουργού είναι αφοπλιστική: «προφανώς και υπάρχουν και θα εκδηλωθούν, αν τελικά αποφασίσει να κάνει το επόμενο βήμα και οργανώσει την πολιτική παρουσία του. Είναι πολύ καυτό το θέμα ακόμη, ο χρόνος θα δείξει. Στο ξαναλέω, εσύ κράτα ότι δεν ταξιδεύει κανείς στις ΗΠΑ έτσι για να περάσει η ώρα και μάλιστα τώρα που ο Τραμπ έχει κυριαρχήσει».
Οι ενστάσεις αν υπάρχει κρίσιμος χώρος για την εκδήλωση των «εθνικών ανησυχιών» του πρώην πρωθυπουργού, πως μεταφράζονται αυτές οι «ανησυχίες», που οδηγούν, όπως και το γεγονός πως απουσιάζει από το πακέτο των αντιρρήσεων του οποιαδήποτε αντιπρόταση στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες «κάτι διαφορετικό που να μπορεί να αξιοποιηθεί πολιτικά και να στηρίξει οργανωτικά πολιτικές πρωτοβουλίες στα δεξιά τη Νέας Δημοκρατίας» έμειναν αναπάντητες.
Όπως, όμως, επαναλαμβάνει μονότονα ο συνομιλητής του πρώην πρωθυπουργού «είναι πολύ καυτό το θέμα ακόμη, ο χρόνος θα δείξει», χωρίς να προσδιορίζεται ούτε ο χρόνος. Προφανώς μιλάμε για το 2025, οπότε υπάρχει, με το έμπα του, εκλογή νέου ή νέας Προέδρου Δημοκρατίας.