Η διπλή επίθεση του προέδρου των ΗΠΑ κατά του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ, την Πέμπτη δημιούργησε νέα αναστάτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην οικονομία, η οποία έχει επανειλημμένα κλονιστεί από την αβεβαιότητα που προκαλούν οι εμπορικοί πόλεμοι και οι δασμοί που έχει επιβάλει ο ίδιος.

«Αν θέλω να φύγει, θα φύγει πολύ γρήγορα, να είστε σίγουροι», δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο. «Δεν είμαι ευχαριστημένος μαζί του», συμπλήρωσε.

Όπως αναφέρει το CNN o Τραμπ είναι έξαλλος επειδή ο Πάουελ δεν έχει συμμορφωθεί με τις επανειλημμένες απαιτήσεις του για άμεση μείωση των επιτοκίων, η οποία θα διευκόλυνε τους Αμερικανούς στην απόκτηση δανείων για αγορά κατοικιών, θα ενίσχυε την καταναλωτική εμπιστοσύνη και θα τόνωνε τις μετοχές. Η Fed προχώρησε πέρυσι σε τρεις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων, αφού ο πληθωρισμός είχε φτάσει κοντά στον στόχο, όμως έχει παγώσει τη στρατηγική λόγω αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, η οποία έχει επιδεινωθεί από τη μεταβλητή ηγεσία του Τραμπ από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, λιγότερο από τρεις μήνες πριν.

Το πρωί της περασμένης Πέμπτης, ο Τραμπ εμφανίστηκε οργισμένος μετά την προειδοποίηση του Πάουελ ότι οι δασμοί πιθανότατα θα προκαλέσουν αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας και ότι μέρος του κόστους «θα πληρωθεί από το κοινό».

Η ομιλία του Πάουελ στο Οικονομικό Κλαμπ του Σικάγο ήταν η πιο ξεκάθαρη τοποθέτηση ανώτατου οικονομικού αξιωματούχου μέχρι σήμερα σχετικά με τις επιπτώσεις της πολιτικής του Τραμπ. Εξέφρασε αυτό που πιστεύουν σχεδόν όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι: ότι οι δασμοί προκαλούν αύξηση των τιμών. Οι δηλώσεις του, ωστόσο, έρχονται σε αντίθεση με την πεποίθηση του Τραμπ ότι η φορολόγηση των εισαγωγών δεν θα αυξήσει τις τιμές για τους καταναλωτές.

Οργισμένος με την κριτική στην οικονομική του πολιτική

Το ξέσπασμα του Τραμπ κατά του Πάουελ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο έντονης υπεράσπισης της οικονομικής του διαχείρισης, κατά την οποία επέρριψε ευθύνες στον Τζο Μπάιντεν, παρότι η οικονομία ήταν σε καλή κατάσταση όταν παραδόθηκε η εξουσία, πριν στραφεί κατά του διοικητή της Fed. Η γενικότερη στάση του προέδρου άφησε την εντύπωση ότι αναζητά εξιλαστήρια θύματα σε περίπτωση αποτυχίας της στρατηγικής των δασμών.

«Αν η κατάσταση χειροτερέψει και δεν γίνει συμφωνία, θα κατηγορήσει τον Πάουελ για την πτώση της αγοράς», δήλωσε ο χρηματιστής της Wall Street, Πίτερ Τάκμαν, στο CNN.

Ο Τραμπ δεν προσπάθησε να κρύψει ότι η πίεση προς τον Πάουελ στοχεύει σε μείωση των επιτοκίων προς όφελος των δικών του πολιτικών επιδιώξεων. «Θα έχει πολλή πολιτική πίεση… Υπάρχει πολλή πίεση για να μειώσει τα επιτόκια», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Τραπεζών της Γερουσίας και τακτική επικρίτρια του Πάουελ, δήλωσε στο CNBC πως είναι κρίσιμο να παραμείνει στη θέση του. «Έχω έρθει σε σύγκρουση μαζί του για κανονισμούς και επιτόκια, αλλά αν ο Πάουελ μπορεί να απολυθεί από τον πρόεδρο, θα καταρρεύσουν οι αγορές», είπε η Γουόρεν.

Η Γουόρεν, πρώην καθηγήτρια στη Νομική του Χάρβαρντ, υπογράμμισε ότι η ισχύς του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ βασίζεται στην ανεξαρτησία του. «Αν τα επιτόκια ελέγχονται από έναν πρόεδρο που θέλει απλώς να κουνήσει το μαγικό ραβδί του, τότε δεν διαφέρουμε από οποιαδήποτε δικτατορία όπου ο κίνδυνος επένδυσης είναι τι διάθεση έχει ο δικτάτορας το πρωί».

Η πίεση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η αβεβαιότητα για το μέλλον

Ο εκνευρισμός του Τραμπ εντάθηκε καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μείωσε τα επιτόκια για έβδομη φορά σε έναν χρόνο. «Πάντα αργεί. Λίγο αργός. Και δεν είμαι ευχαριστημένος μαζί του. Του το είπα», δήλωσε. Προηγουμένως είχε γράψει στο Truth Social πως η «απομάκρυνσή του δεν μπορεί να έρθει αρκετά σύντομα».

Οι επιθέσεις αυτές, ωστόσο, δεν αντανακλούν την πραγματική πορεία του Πάουελ. Η θητεία του χαρακτηρίζεται από σταθερότητα σε μια ταραχώδη περίοδο που περιλάμβανε την πανδημία Covid-19 και την οικονομική κρίση που ακολούθησε. Κατάφερε να μειώσει τον πληθωρισμό από το 9% στο 2,4% χωρίς να προκληθεί μαζική ανεργία, πραγματοποιώντας μια «ήπια προσγείωση» που πολλοί αναλυτές θεωρούσαν ανέφικτη.

Ο Πάουελ διορίστηκε πρόεδρος της Fed το 2018 από τον ίδιο τον Τραμπ και επαναδιορίστηκε το 2022 από τον Τζο Μπάιντεν. Η θητεία του λήγει τον Μάιο του 2026.

Η σημασία μιας ανεξάρτητης Ομοσπονδιακής Τράπεζας

Η Fed ιδρύθηκε το 1913 από το Κογκρέσο ως ανεξάρτητο όργανο, ακριβώς για να απομονώνεται από πολιτικές πιέσεις. Η αποστολή της είναι η σταθερότητα των τιμών και η πλήρης απασχόληση, στόχοι που συχνά συγκρούονται με τις βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις των πολιτικών.

Αν ο Τραμπ αποκτούσε τη δυνατότητα να επηρεάζει αυθαίρετα τα επιτόκια, είτε μέσω προσώπου-πιόνι στην ηγεσία της Fed είτε με άλλο τρόπο, θα προκαλούσε σύγχυση στις αγορές, μείωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία των ΗΠΑ και σχεδόν βέβαιη άνοδο του πληθωρισμού. Επιπλέον, θα ενίσχυε την εικόνα ότι οι ΗΠΑ χάνουν τη φήμη τους ως πυλώνας σταθερότητας.

Οι διακυμάνσεις στις αγορές, μετά την επιβολή των νέων δασμών από τον Τραμπ, ίσως τελικά τον αποτρέψουν από το να απομακρύνει τον Πάουελ. Η εφημερίδα Wall Street Journal ανέφερε την Πέμπτη πως ο Τραμπ έχει συζητήσει το ενδεχόμενο αποπομπής του, αλλά κορυφαίοι αξιωματούχοι, όπως ο Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, τον έχουν αποθαρρύνει.

Κατά γενική ομολογία, ο πρόεδρος δεν έχει την εξουσία να απομακρύνει μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ανεξάρτητων φορέων χωρίς αιτία. Ωστόσο, η κυβέρνηση ελπίζει πως το Ανώτατο Δικαστήριο θα ανατρέψει προηγούμενο του 1935 που θεμελιώνει αυτή την αρχή.

Η αυξανόμενη απαξίωση του Τραμπ προς τη θεσμική λειτουργία και τη δικαιοσύνη και η σταθερή του προσπάθεια για διεύρυνση των εξουσιών του σημαίνει πως το μέλλον του Πάουελ παραμένει αβέβαιο.

Ίσως, ο πρόεδρος απλώς εκτονώνει την οργή του, όπως έκανε και στην πρώτη του θητεία. Σύμφωνα με το Forbes, είχε διατάξει τότε τον υπουργό Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος να καλέσει τον Πάουελ και να του απαιτήσει μείωση επιτοκίων.

Ωστόσο, ο Τραμπ πλέον δεν έχει αναχώματα. Οι νέοι συνεργάτες του σπανίως τον περιορίζουν. Ο Μπέσεντ θεωρείται μετριοπαθής, λέγοντας στο Bloomberg πως «η νομισματική πολιτική είναι σαν κοσμηματοθήκη που πρέπει να διαφυλαχθεί». Όμως, ο υπουργός Οικονομικών δεν διαθέτει πολιτική εμπειρία και η ιστορία δείχνει πως όποιος προσπαθεί να περιορίσει τον Τραμπ, σύντομα απομακρύνεται.

Η νέα αβεβαιότητα για τον Πάουελ έρχεται σε μια περίοδο που η οικονομία δέχεται διαδοχικά σοκ λόγω της επιβολής δασμών, ιδιαίτερα των δασμών 145% στις εισαγωγές από την Κίνα. Οι συνέπειες αυτής της σκληρής γραμμής ενδέχεται να γίνουν ορατές σύντομα με τη μορφή αυξημένων τιμών και ελλείψεων βασικών αγαθών. Αν και ο Τραμπ έχει «παγώσει» τα αντίποινα σε αρκετές χώρες και διατείνεται ότι δέχεται προτάσεις για εμπορικές συμφωνίες, δεν είναι σαφές αν θα μπορέσει να πετύχει την επιστροφή της βιομηχανίας και των θέσεων εργασίας βραχυπρόθεσμα.

Την ίδια στιγμή, η καταναλωτική εμπιστοσύνη μειώνεται, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καταρτίσουν προϋπολογισμούς και επικρατεί ανησυχία ότι η οικονομία μπορεί να εισέλθει σε ύφεση.

Ακόμα κι αν ο Τραμπ δεν απομακρύνει τον Πάουελ, το γεγονός και μόνο ότι συνεχίζει να το σκέφτεται ή να το αναφέρει, μπορεί να αποσταθεροποιήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Γι’ αυτό και οι περισσότεροι πρόεδροι κατανοούν ότι η πολιτική επιτοκίων, όσο εκνευριστική κι αν είναι, πρέπει να παραμένει στα χέρια μιας ανεξάρτητης Fed.