Για να καλύψει στις γνώσεις σχετικά με τη διατροφή που θεωρείται καλύτερη για τη θεραπεία του διαβήτη, μια διεθνής ομάδα ερευνητών αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της διατροφής με χαμηλούς υδατάνθρακες (LCD) και της διατροφής με πολύ χαμηλούς υδατάνθρακες (VLCD) σε πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2, συγκριτικά με άλλες δίαιτες ελέγχου (κυρίως χαμηλών λιπαρών).
Η διατροφή LCD χαρακτηριζόταν από λιγότερο από το 26% των ημερήσιων θερμίδων προερχόμενων από υδατάνθρακες και η διατροφή VLCD χαρακτηριζόταν από λιγότερο από το 10% των ημερήσιων θερμίδων προερχόμενων από υδατάνθρακες για τουλάχιστον 12 εβδομάδες σε ενηλίκους (μέσης ηλικίας 47-67 ετών) με διαβήτη τύπου 2.
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε ανάλυση δεδομένων από 23 τυχαιοποιημένες δοκιμές, στις οποίες συμμετείχαν 1.357 άνθρωποι και αναφέρθηκαν πρώτη φορά στους έξι κι έπειτα στους 12 μήνες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, λοιπόν, παρατηρήθηκε ύφεση του διαβήτη (μειωμένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είτε με είτε χωρίς τη χρήση φαρμάκων), απώλεια βάρους, κάποιες παρενέργειες και ποιότητα ζωής σχετική με την υγεία.
Με βάση στοιχεία χαμηλής έως μέτριας αξιοπιστίας, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που ακολουθούσαν διατροφή με LCD πέτυχαν μεγαλύτερα ποσοστά ύφεσης του διαβήτη στους έξι μήνες και μάλιστα χωρίς παρενέργειες, συγκριτικά με εκείνους που ακολουθούσαν δίαιτες ελέγχου.
Για παράδειγμα, με βάση στοιχεία μέτριας αξιοπιστίας από οκτώ δοκιμές με 264 συμμετέχοντες, όσοι ακολουθούσαν διατροφή με LCD παρουσίαζαν κατά μέσο όρο 32% μείωση του απόλυτου κινδύνου στην ύφεση του διαβήτη στους έξι μήνες. Η διατροφή LCD, επίσης, βελτίωσε την απώλεια βάρους, μείωσε τη χρήση φαρμάκων και βελτίωσε τη συγκέντρωση σωματικού λίπους (τριγλυκερίδια) στους έξι μήνες.
Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά τα οφέλη εξαφανίστηκαν μετά το πέρας 12 μηνών, εύρημα που συμφωνεί και με προηγούμενες μελέτες και στοιχεία σχετικά με επιδείνωση της ποιότητας ζωής και των επιπέδων χοληστερόλης στους 12 μήνες.
Η μελέτη χρησιμοποίησε ισχυρές μεθόδους για να αυξήσει την ακρίβεια και τη συνολική αξιοπιστία των εκτιμήσεων επίδρασης, πάντως οι συγγραφείς αναγνωρίζουν κάποιους περιορισμούς, όπως ο τρέχων διάλογος σχετικά με το τι συνιστά ύφεση του διαβήτη και η αβεβαιότητα σχετικά με την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της διατροφής LCD.
Τονίζουν, τέλος, ότι τα αποτελέσματά τους βασίζονται σε στοιχεία μέτριας προς χαμηλής αξιοπιστίας και υποστηρίζουν ότι οι γιατροί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις βραχυχρόνιες δίαιτες με αυστηρά χαμηλούς υδατάνθρακες για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2, παράλληλα με την ενεργή παρακολούθηση και την προσαρμογή της φαρμακευτικής αγωγής κατά τους διαβήτη όποτε και αν χρειάζεται.