Ένα νέο επεισόδιο έρχεται σχεδόν καθημερινά να προστεθεί στην κλιμακούμενη τους τελευταίους μήνες σινο-αμερικανική αντιπαράθεση, που προκαλεί ρίγη ανησυχίας στον πλανήτη.

Το Πεκίνο αντέδρασε -γι’ άλλη μια φορά – οργισμένα στις δηλώσεις του νέου επικεφαλής του αμερικανικού Πενταγώνου, Τζέημς Μάτις, ότι η δέσμευση των ΗΠΑ να υπερασπιστούν τα ιαπωνικά εδάφη αφορά και σε μια ομάδα νησιών, που διεκδικεί η Κίνα.

Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπ. Εξωτερικών, Λου Κανγκ, κατηγόρησε την κυβέρνηση Τραμπ ότι θέτει σε κίνδυνο την περιφερειακή σταθερότητα στην ανατολική Ασία, κάλεσε την Ουάσιγκτον να αποφεύγει να συζητά το θέμα και επανεπιβεβαίωσε τις εδαφικές αξιώσεις της Κίνας για τα ακατοίκητα νησιά που είναι γνωστά στην Ιαπωνία ως Σενκάκου και στην Κίνα ως Ντιαογιού.

Η αμερικανο-ιαπωνική συμφωνία του 1960 είναι «παράγωγο του Ψυχρού Πολέμου, που δεν θα πρέπει να εμποδίζει την Κίνα να ασκεί τα νόμιμα, κυριαρχικά δικαιώματά της στα εδάφη της», είπε ο Λου. Και συμπλήρωσε: «καλούμε τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν μια υπεύθυνη στάση, να σταματήσουν τα εσφαλμένα σχόλια ως προς το ζήτημα που αφορά στην κυριαρχία επί των νησιών Ντιαογιού και να αποφεύγουν να καθιστούν ακόμη πιο περίπλοκο το ζήτημα, προκαλώντας αστάθεια στην περιφερειακή κατάσταση.»

Η ανησυχία για την κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην ανατολική Ασία εντείνεται παγκοσμίως, ιδιαίτερα μετά την αποκάλυψη ότι ο ακροδεξιός σύμβουλος του Τραμπ και μέλος του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Στίβεν Μπάνον, είχε πει σε ραδιοφωνική εκπομπή το 2016 ότι κατά τη γνώμη του οι ΗΠΑ θα πάνε σε πόλεμο με την Κίνα τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια.

Κι αν η προοπτική ενός σινο-αμερικανικού πολέμου φαντάζει παρ’ όλα αυτά απόμακρη -τουλάχιστον αυτή τη στιγμή- ειδικοί που μίλησαν στη βρετανική εφημερίδα Independent δήλωσαν ότι μια τέτοια σύρραξη θα ήταν καταστροφική, και πιθανώς θα σήμαινε το τέλος «της ζωής όπως την ξέρουμε στη Γη».

Οι ΗΠΑ πιθανότατα θα αναδεικνύονταν νικήτριες στην αναμέτρηση, γιατί όπως δήλωσε ένας ειδικός, εάν η Κίνα έστελνε τον άπειρο στρατό της κατά των πολύπειρων αμερικανικών στρατευμάτων θα ήταν «σαν να έστελνε κανείς αγρότες να πολεμήσουν τον Αχιλλέα και τους πολεμιστές του».

Αλλά ακόμη και μια στρατιωτική νίκη σ’ έναν πόλεμο που θα διεξαγόταν με συμβατικά όπλα θα ήταν μια στρατηγική καταστροφή, που θα πυροδοτούσε μια παγκόσμια οικονομική κρίση και θα δημιουργούσε πιθανώς ένα «ασύλληπτο» κενό εξουσίας εντός της ηττημένης Κίνας.

Προβλέποντας μια σύρραξη στη Νότια Σινική Θάλασσα σε 5-10 χρόνια ο Μπάνον είχε πει: «[οι Κινέζοι] κατασκευάζουν αεροπλανοφόρα και τα εξοπλίζουν με πυραύλους. Έρχονται εδώ στις ΗΠΑ, μπροστά στα μούτρα μας -και καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό- και λένε ότι πρόκειται για αρχαίες θάλασσές τους».

ΟΙ δύο χώρες έχουν εμπλακεί τα τελευταία χρόνια σε μια διαμάχη για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων από το Πεκίνο και τις εδαφικές του αξιώσεις στην περιοχή. Τον περασμένο Δεκέμβριο η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε ότι θα αναπτύξει τα πιο θανάσιμα μαχητικά της στην Αυστραλία και λίγες μέρες αργότερα η Κίνα κατέσχεσε ένα μη επανδρωμένο αμερικανικό υποβρύχιο.

Είχε προηγηθεί διπλωματική κόντρα μετά το συγχαρητήριο τηλεφώνημα του τότε νεοεκλεγέντος προέδρου Τραμπ με την πρωθυπουργό της Ταϊβάν Τσάι Ίνγκ-γουέν, που σηματοδότησε μια στροφή 180 μοιρών στην πολιτική της «μιας Κίνας», που ακολουθούσαν επί δεκαετίες οπι ΗΠΑ. Ο Τραμπ κατηγορεί την Κίνα ότι με την οικονομική της πολιτική ευθύνεται για την απώλεια θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ.

Ο πόλεμος των λέξεων κορυφώθηκε το τελευταίο διάστημα όταν ένας Κινέζος ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος δήλωσε ότι οι κουβέντες περί πολέμου με τις ΗΠΑ του Τραμπ «δεν είναι απλώς συνθήματα, αλλά γίνονται απτή πραγματικότητα.»

Αν ξεσπάσει πόλεμος «θα πρόκειται για τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο», λέει ο Τρέβορ Μακ Κρίσκεν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σπουδών στο Παν/μιο του Γουόργουϊκ. «Πιστεύω ότι θα σημάνει το τέλος της ζωής, όπως τη γνωρίζουμε στη Γη.

Από την άποψη του παγκόσμιου στρατηγικού κινδύνου θα έλεγα ότι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να δει κανείς είναι ένας πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και μιας απ’ τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, λόγω του κινδύνου κλιμάκωσης και πιθανώς της πιθανότητας χρήσης πυρηνικών όπλων. Κι αυτή η πιθανότητα είναι υψηλή. Αλλά η συντριπτική άποψη των περισσότερων φορέων χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ευνοεί μια μορφή «συνεργατικής -έστω και ανταγωνιστικής- σχέσης με την Κίνα.»

Ο δρ Πήτερ Ρόμπερτς, διευθυντής Στρατιωτικών Σπουδών στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών, δήλωσε: «Η Αμερική θα υφίστατο στρατιωτικές απώλειες, θα έχαναν χιλιάδες επί χιλιάδων στρατιωτών. Αλλά στο τέλος η Κίνα θα έχανε γιατί όταν η Αμερική πάει σε πόλεμο, πάει σε ολοκληρωτικό πόλεμο και θα το έκαναν με απίστευτη βία.»

Κατά την άποψη του δρα Ρόμπερτς οι ΗΠΑ πλεονεκτούν λόγω της τεχνολογικής τους υπεροχής, αλλά και της στενής συνεργασίας που προκύπτει απ’ την εντατική εκπαίδευση των τεσσάρων σωμάτων των ενόπλων της δυνάμεων, του Στρατού Ξηράς, των Πεζοναυτών, του Ναυτικού και της Αεροπορίας.

«Έχουν δείξει πώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλα αυτά τα σώματα για να πετύχουν στρατιωτική νίκη», είπε.

Αντίθετα, τα αντίστοιχα σώματα των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων λειτουργούν «ανεξάρτητα» και διαθέτουν μικρότερη εμπειρία, ειδικά τα τελευταία χρόνια, στα πεδία των μαχών σε σύγκριση με τους Αμερικανούς. «Υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ των μπαρουτοκαπνισμένων κι εκείνων που δεν έχουν πάει στη μάχη», δήλωσε ο δρ Ρόμπερτς συγκρίνοντας την πιθανή σύρραξη με εκείνη μεταξύ του Αχιλλέα και των Μυρμηδόνων του από τη μία πλευρά και ενός στρατού γεωργών από την άλλη.

Για τον Κέρι Μπράουν, καθηγητή Σινικών Σπουδών και διευθυντή του ινστιτούτου Lau China του King's College στο Λονδίνο, η υπεροπλία των ΗΠΑ είναι αδιαμφισβήτητη: «η αμερικανική ναυτική υπεροχή είναι τεράστια. Κι αν μιλούμε μόνον με στρατιωτικούς όρους, τότε μια σύρραξη θα έβλαπτε περισσότερο την Κίνα παρά τις ΗΠΑ.

Φυσικά θα έκλειναν εμπορικές οδοί ανεφοδιασμού και πιθανώς θα προκαλούσε παγκόσμια ύφεση. Άρα, ανεξάρτητα απ’ το ποιος θα νικούσε στο πεδίο της μάχης, θα έχαναν και οι δύο...»



Και πρόσθεσε: «θα πρέπει να αναμένουμε μια κλιμάκωση αυτής της φραστικής αντιπαράθεσης. Η καλύτερη έκβαση θα ήταν να συμβιβαστούν στο τέλος οι δύο πλευρές – η μεν Κίνα να ενεργήσει πιο υπεύθυνα και να πάψει τον τυχοδιωκτισμό και οι ΗΠΑ να της παραχωρήσουν περισσότερο χώρο. Η χειρότερη έκβαση θα ήταν μια παρεξήγηση που θα οδηγούσε σε πραγματική σύρραξη...»