Σύμφωνα με μία νέα ανάλυση από τη μελέτη FOURIER, τα μειωμένα επίπεδα της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης χοληστερόλης (LDL-C) που επιτυγχάνονται με το εvolocumab μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων σε ασθενείς με ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Τα νέα δεδομένα παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC) στη Βαρκελώνη και δείχνουν ότι δεν προέκυψε οποιοδήποτε νέο ζήτημα ασφαλείας σε αυτή την ομάδα, η οποία περιλάμβανε περισσότερους από 5.000 ασθενείς.
Το 19% των ασθενών στη μελέτη καρδιαγγειακών εκβάσεων του evolocumab είχαν προηγούμενο ιστορικό μη αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου (n=5.337). Σε αυτή την ανάλυση, οι ασθενείς που είχαν υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και λάμβαναν θεραπεία με το evolocumab παρουσίασαν μία μέση μείωση των επιπέδων της LDL-C κατά 56% σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (τα διάμεσα επίπεδα LDL-C ήταν 29 mg/dL για τους ασθενείς που λάμβαναν Evolocumab έναντι 89 mg/dL για τους ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο, p<0,001).
Σε αυτή την ανάλυση, η αναλογία κινδύνου του evolocumab σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο για το σύνθετο κύριο τελικό σημείο, το οποίο περιλάμβανε νοσηλεία για ασταθή στηθάγχη, επαναγγείωση στεφανιαίων, καρδιακή προσβολή, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή θάνατο καρδιαγγειακής αιτιολογίας, ήταν 0,85 (διάστημα εμπιστοσύνης 95% [95% CI]: 0,72-1,00, p=0,047).
Η αναλογία κινδύνου του evolocumab σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο για το δευτερεύον σύνθετο τελικό σημείο της καρδιακής προσβολής, του αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή του θανάτου καρδιαγγειακής αιτιολογίας ήταν 0,89 (95% CI: 0,74-1,08). Οι αναλογίες κινδύνου για το Evolocumab σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο για την επαναγγείωση στεφανιαίων, την καρδιακή προσβολή, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και τον θάνατο καρδιαγγειακής αιτιολογίας ήταν 0,68 (95% CI: 0,52-0,90), 0,74 (95% CI: 0,55-1,00), 0,90 (95% CI: 0,68-1,19) και 1,11 (95% CI: 0,80-1,56), αντίστοιχα.
Στην υποομάδα των ασθενών με ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες διαφορές στα συνολικά ποσοστά εμφάνισης ανεπιθύμητων συμβάντων, σοβαρών ανεπιθύμητων συμβάντων ή ανεπιθύμητων συμβάντων που οδηγούν σε διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου της μελέτης.
Τα ποσοστά κριθέντων περιστατικών πρωτοεμφανιζόμενου διαβήτη (2,1% με το Evolocumab, 2,0% με το εικονικό φάρμακο), καταρράκτη (1,0% με το Evolocumab, 0,8% με το εικονικό φάρμακο), και νευρογνωστικών ανεπιθύμητων συμβάντων (1,0% με το Evolocumab, 1,0% με το εικονικό φάρμακο) ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο σκελών.
«Τα κλινικά οφέλη της αναστολής της PCSK9 σε ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο δεν έχουν αναφερθεί στο παρελθόν.
Η μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου σε αυτή την ανάλυση είναι παρόμοια με εκείνη που παρατηρήσαμε στην ευρύτερη μελέτη FOURIER, στην οποία είχαν ενταχθεί 27.564 ασθενείς, υποστηρίζοντας έτσι τον ρόλο του evolocumab στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης μελλοντικών καρδιαγγειακών επεισοδίων για τους ασθενείς με ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου», δήλωσε ο Τερτζε Πεντερσεν, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Νοσηρής Παχυσαρκίας και Προληπτικής Ιατρικής στο Ινστιτούτο Κλινικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Όσλο.
Επιλέον, στο πλαίσιο του ίδιου συνεδρίου, παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα διερευνητικής εικονικής ιστολογικής υπομελέτης της δοκιμής Φάσης 3 GLAGOV του evolocumab (ενδαγγειακή υπερηχογραφική απεικόνιση στεφανιαίων αρτηριών), η οποία εξέτασε τη σύσταση της αθηρωματικής πλάκας στις στεφανιαίες αρτηρίες.
Αν και η εικονική ιστολογική εξέταση κατέδειξε μία αύξηση του πυκνού ασβεστίου στις αθηρωματικές πλάκες των στεφανιαίων αρτηριών, τόσο στο σκέλος της στατίνης όσο και στο σκέλος του evolocumab, δεν ανίχνευσε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων θεραπείας. Ωστόσο, η παρατηρηθείσα κατευθυνόμενη τάση για αυξημένο πυκνό ασβέστιο με αντίστοιχη μείωση της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης χοληστερόλης (LDL-C) συνάδει με τα ευρήματα από προηγούμενες μελέτες στατινών. Η υπομελέτη κατέδειξε επίσης μειώσεις της LDL-C και του εκατοστιαίου όγκου αθηρώματος (PAV) που συνάδουν με τα κύρια αποτελέσματα της μελέτης GLAGOV.
Η συγκεκριμένη μελέτη περιλάμβανε 331 ασθενείς που είχαν ενταχθεί στη δοκιμή GLAGOV και διερεύνησε το κατά πόσον το evolocumab προκάλεσε μεταβολές στα μεμονωμένα συστατικά της αθηρωματικής πλάκας (πυκνό ασβέστιο, ινώδης ιστός, ινολιπώδης ιστός και νεκρωτικός πυρήνας) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, με τη χρήση εικονικής ιστολογικής εξέτασης.
Οι ασθενείς στο σκέλος του evolocumab παρουσίασαν μία απόλυτη μεταβολή κατά +1,0 mm3 στο κύριο τελικό σημείο του κανονικοποιημένου όγκου πυκνού ασβεστίου από την έναρξη της μελέτης έως την εβδομάδα 78, σε σύγκριση με +0,6 mm3 στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου (p=0,49). Για το δευτερεύον τελικό σημείο της απόλυτης μεταβολής στον κανονικοποιημένο όγκο των μετρήσεων ινώδους ιστού, ινολιπώδους ιστού και νεκρωτικού πυρήνα, οι ασθενείς στο σκέλος του evolocumab παρουσίασαν απόλυτη μεταβολή -3,0mm³ έναντι -2,4mm³ στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου (p=0,49), -5,0mm³ έναντι -3,0mm³ (p=0,49) και -0,6mm³ έναντι -0,1mm³ (p=0,49), αντίστοιχα, από την έναρξη της μελέτης έως την εβδομάδα 78.
Τα κύρια αποτελέσματα της GLAGOV είχαν ήδη παρουσιαστεί στο συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας (AHA) το 2016 και συγχρόνως δημοσιευθεί στο Journal of the American Medical Association.
Το Εvolocumab συνδέεται εκλεκτικά με την πρωτεΐνη PCSK9 και προλαμβάνει τη σύνδεση της κυκλοφορούσας PCSK9 με τον υποδοχέα της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDLR) στην επιφάνεια των ηπατικών κυττάρων, προλαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο τη μεσολαβούμενη από την PCSK9 αποδόμηση του LDLR. Η αύξηση των επιπέδων του LDLR στο ήπαρ οδηγεί σε σχετιζόμενες μειώσεις της LDL-χοληστερόλης (LDL-C).
'Έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 50 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και του Καναδά, καθώς και του συνόλου των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το evolocumab ενδείκνυται σε ενήλικες με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία (ετερόζυγο οικογενή και μη οικογενή) ή μικτή δυσλιπιδαιμία, ως συμπλήρωμα της δίαιτας:
σε συνδυασμό με μία στατίνη ή συνδυασμό με στατίνη και άλλες υπολιπιδαιμικές θεραπείες σε ασθενείς στους οποίους δεν μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της LDL-C με τη μέγιστη ανεκτή δόση μιας στατίνης, ή μόνο ή σε συνδυασμό με άλλες υπολιπιδαιµικές θεραπείες σε ασθενείς με δυσανεξία στις στατίνες ή στους οποίους αντενδείκνυνται οι στατίνες.
Επίσης, ενδείκνυται σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας 12 ετών και άνω με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία σε συνδυασμό με άλλες υπολιπιδαιµικές θεραπείες.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια των βασικών μελετών πρωτοπαθούς υπερχοληστερολαιμίας και μικτής δυσλιπιδαιμίας, στις συνιστώμενες δόσεις, ήταν ρινοφαρυγγίτιδα (4,8%), λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (3,2%), οσφυαλγία (3,1%), αρθραλγία (2,2%), γρίπη (2,3%) και ναυτία (2,1%). Το προφίλ ασφάλειας στον πληθυσμό με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία ήταν σύμφωνο με αυτό που παρατηρήθηκε στον πληθυσμό με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία.
Σε κλινικές μελέτες, το 0,1% των ασθενών (7 από 4.846 ασθενείς με πρωτοπαθή υπερλιπιδαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία και 0 από 80 ασθενείς με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία) που έλαβαν τουλάχιστον μία δόση evolocumab ήταν θετικοί στην ανάπτυξη δεσμευτικών αντισωμάτων (4 από αυτούς τους ασθενείς εμφάνισαν παροδικά αντισώµατα).
Οι ασθενείς, οι οροί των οποίων βρέθηκαν θετικοί σε δεσμευτικά αντισώματα υποβλήθηκαν σε περαιτέρω έλεγχο εξουδετερωτικών αντισωμάτων και κανείς δεν βρέθηκε θετικός σε εξουδετερωτικά αντισώματα. Η παρουσία δεσμευτικών αντισωμάτων έναντι του evolocumab δεν επηρέασε το φαρμακοκινητικό προφίλ, την κλινική ανταπόκριση ή την ασφάλεια του.