Η Γερμανία βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και το γεγονός ότι αυτή εκτυλίσσεται στην καρδιά του χειμώνα δεν είναι το μόνο ασυνήθιστο. Οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2025 φαίνεται ότι θα διεξαχθούν στην πιο τεταμένη, εύθραυστη και καθοριστική συγκυρία της τελευταίας 20ετίας. Και η προεκλογική αντιπαράθεση προμηνύεται αντίστοιχα σκληρή και ανηλεής.

Στο «Πολιτικό Βαρόμετρο» του ARD την τελευταία εβδομάδα, τα 3/4 των Γερμανών δηλώνουν ότι η μεγαλύτερή τους ανησυχία αφορά την οικονομία, κάτι που είχε να συμβεί πολλά χρόνια. Μέχρι τώρα, η Γερμανία υπήρξε «καλομαθημένη». Θέματα όπως η απασχόληση, η ασφάλεια και η γενικότερη ευημερία θεωρούνταν δεδομένα και ο δημόσιος διάλογος αφορούσε περισσότερο τις «λεπτομέρειες» της πολιτικής. Αυτές οι πολυτέλειες όμως έχουν πλέον παρέλθει. Μπορεί η Γερμανία να παραμένει η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, αλλά τα προβλήματά της είναι μεγάλα, σοβαρά και κυρίως δομικά, με αποτέλεσμα να τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση ακόμη και η προοπτική της χώρας. Τα ερωτήματα αφορούν και πάλι τον πόλεμο και την ειρήνη, την ασφάλεια και το οικονομικό μοντέλο. Όλα αυτά δηλαδή που η Ευρώπη και η Γερμανία θεωρούσαν ότι είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θέσεις των κομμάτων και οι προσωπικότητες των ηγεσιών τους αποκτούν νέα σημασία.

Στην Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) θα έπρεπε θεωρητικά να είναι όλα τακτοποιημένα. Ο Φρίντριχ Μερτς κατόρθωσε το 2022 να εκλεγεί αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και είχε όλον τον χρόνο να μετακινήσει το κόμμα από το κέντρο, όπου το άφησαν η Άγγελα Μέρκελ και οι διάδοχοί της, Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ και Άρμιν Λάσετ. Ο ίδιος ο κ. Μερτς, επιπλέον, ήταν ο πρώτος που έλαβε το χρίσμα του κόμματός του ενόψει των εκλογών και απολαμβάνει εδώ και μήνες ξεκάθαρο δημοσκοπικό προβάδισμα 12-15 ποσοστιαίων μονάδων από τη δεύτερη δύναμη. Οι γκρίνιες παρόλα αυτά δεν λείπουν. Τέσσερις εβδομάδες μετά την διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού, η Ένωση δεν κεφαλαιοποιεί την αποτυχία της κυβέρνησης – έχει αυξήσει ελάχιστα τα ποσοστά της. Τόσο στο Πολιτικό Βαρόμετρο όσο και στην τελευταία δημοσκόπηση της BILD, καταγράφει μάλιστα απώλειες. Επιπλέον, η προσωπικότητα του Φρίντριχ Μερτς αποδεικνύεται υπερβολικά …έντονη για τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα η δημοτικότητά του να υπολείπεται αυτής του κόμματός του, ακόμη και έναντι του Όλαφ Σολτς. «Θερμοκέφαλο» και «επικίνδυνο πολεμοκάπηλο» τον χαρακτηρίζει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), καθώς στο θέμα της Ουκρανίας και των εξοπλισμών έχει υιοθετήσει πολύ σκληρότερη στάση από εκείνη του καγκελάριου, υποστηρίζοντας την αποστολή πυραύλων Taurus.

Ο αρχηγός του «μικρού» εταίρου, της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), Μάρκους Ζέντερ δεν έκρυψε ποτέ ότι ενδιαφέρεται ο ίδιος για την καγκελαρία. Επί μήνες μάλιστα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να διεκδικήσει το χρίσμα. Τελικά έκανε πίσω, αλλά δεν εννοεί και να διευκολύνει τον εσωτερικό ανταγωνιστή του. Έσπευσε έτσι να βάλει τον πήχη της επιτυχίας για τον Φρίντριχ Μερτς στο 38-40%, αλλά και να θέσει ήδη βέτο σε ενδεχόμενη μετεκλογική συνεργασία με τους Πράσινους, κάτι που ο εταίρος του μάλλον γλυκοκοιτάζει.

Το SPD αντιμετωπίζει με αμηχανία τη δημοσκοπική δυστοκία του και τα χαμηλά προσωπικά ποσοστά του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Αν και ήταν εξ αρχής σαφές ότι θα τηρηθεί ο άγραφος κανόνας που θέλει τον καγκελάριο να λαμβάνει δικαιωματικά το χρίσμα του κόμματός του, οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να ξεκινήσουν αυτήν την προεκλογική εκστρατεία με ακόμη μεγαλύτερο μειονέκτημα. Επί εβδομάδες άφησαν να διακινούνται απόψεις περί ενδεχόμενης αλλαγής υποψηφίου, μια που στις τάξεις τους υπάρχει ο δημοφιλέστερος αυτήν τη στιγμή πολιτικός στην Γερμανία, ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους. Ο ίδιος άφηνε επί εβδομάδες…μισάνοιχτο το ενδεχόμενο, υπονομεύοντας περαιτέρω την θέση του κ. Σολτς, εκμεταλλευόμενος και την απόφαση του κόμματος να δώσει επισήμως το χρίσμα στις 11 Ιανουαρίου, μόλις 40 ημέρες πριν από τις εκλογές. Τελικά η ηγεσία συμμορφώθηκε, πρότεινε επισήμως τον Όλαφ Σολτς ως υποψήφιο καγκελάριο και ο κ. Πιστόριους δημοσιοποίησε βιντεοσκοπημένο μήνυμα στο οποίο αποτάσσεται – για την ώρα – οποιαδήποτε φιλοδοξία και δηλώνει πίστη στον καγκελάριό του.

Ο Όλαφ Σολτς θα ήθελε πάντως – και ενδεχομένως να δικαιούται – να του πιστωθεί η προσπάθεια συντονισμού του κυβερνητικού συνασπισμού, μετά την αποκάλυψη ότι ένας από τους εταίρους απεργαζόταν σχέδια διάλυσής του. Σε μια πρωτοφανή για τα γερμανικά πολιτικά ήθη εμφάνιση, ο συνήθως μετρημένος Σολτς κατήγγειλε τον αρχηγό των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και πρώην υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ ότι πρόδωσε την εμπιστοσύνη του και έβαλε πάνω από το εθνικό συμφέρον το κομματικό όφελος, ενώ του επέρριψε εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την διάλυση του συνασπισμού. «Μπαγαπόντη» τον χαρακτηρίζει το Spiegel στο τελευταίο τεύχος του, μετά τα δημοσιεύματα περί σχεδίου «D-Day» για αποχώρηση του FDP από την κυβέρνηση χωρίς να χρεωθεί την ευθύνη για τη διάλυση του κυβερνητικού σχήματος. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις το κόμμα του κ. Λίντνερ συρρικνώνεται στο 4% και φαίνεται ότι η είσοδος στην Bundestag κάθε άλλο παρά δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται. Τα όνειρα περί συγκυβέρνησης με την Χριστιανική Ένωση αρχίζουν να ξεθωριάζουν και το κόμμα, είτε πριν είτε – το αργότερο – μετά τις εκλογές, θα αντιμετωπίσει πιθανότατα και ζήτημα ηγεσίας.

Οι Πράσινοι διατηρούν ποσοστά κοντά στο 14% και εκτιμάται ότι μετεκλογικά θα γίνουν η …πολύφερνη νύφη για συγκυβέρνηση. Για αυτό άλλωστε και ο Φρίντριχ Μερτς φροντίζει τελευταία να αναδεικνύει τα σημεία επαφής μαζί τους και όχι το χάος που κατά τα άλλα τους χωρίζει. Το άλλοτε οικολογικό – αντιπολεμικό κόμμα αντιμετωπίζει όμως για ακόμη μια φορά στην ιστορία του κρίση ταυτότητας. Η σημαία του κλίματος με την οποία το 2021 έλαβαν 14,8% σχεδόν διπλασιάζοντας τα ποσοστά τους έχει υποσταλεί, υπό το βάρος του πολέμου στην Ουκρανία, της πανωλεθρίας στις πρόσφατες ευρωεκλογές και των προσωπικών φιλοδοξιών της υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ και του υπουργού Οικονομίας και υποψηφίου καγκελάριου Ρόμπερτ Χάμπεκ. Έπειτα από μια σειρά εκλογικών αποτυχιών σε κρατιδιακές εκλογές τον Σεπτέμβριο, η ηγεσία αντικαταστάθηκε, αλλά η απόφαση σχετικά με το εάν στις εκλογές το κόμμα θα πάει με τα παραδοσιακά του θέματα περί κλίματος και αφοπλισμού ή θα δείξει περισσότερο ρεαλιστικό πρόσωπο και θα ρίξει το βάρος του στα κοινωνικά ζητήματα.

Στην Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) μάλλον δεν χρειάζεται να κάνουν πολλά. «Εργάζονται» τα παραδοσιακά κόμματα για λογαριασμό τους. Η γερμανική ακροδεξιά τρέφεται από τις αποτυχίες της κυβέρνησης και τις ιδεολογικές ασάφειες της Χριστιανικής Ένωσης και, παρόλες τις αποκαλύψεις για συνεργασία με σεσημασμένους νεοναζί, έχει παγιωθεί στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων, με ποσοστό 16-18%. Η αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας Αλίς Βάιντελ έλαβε χθες το χρίσμα της υποψήφιας καγκελάριου, γνωρίζει ωστόσο ότι προς το παρόν δεν υπάρχει προοπτική συμμετοχής του κόμματός της στην κυβέρνηση σε ομοσπονδιακό επίπεδο, καθώς όλα τα κόμματα απορρίπτουν κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας. Με θέσεις υπέρ της εξόδου της Γερμανίας από την ΕΕ και την ευρωζώνη, θα ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να βρεθούν εταίροι.

Με αξιώσεις κατεβαίνει για πρώτη φορά σε ομοσπονδιακές εκλογές η νεοσύστατη «Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW), η οποία μάλιστα μόλις εξασφάλισε την συμμετοχή της στην κρατιδιακή κυβέρνηση του Βρανδεμβούργου, υπό το SPD. «Δεν είναι γάμος από έρωτα», έσπευσαν να ξεκαθαρίσουν και οι δύο εταίροι, αλλά η επιτυχία της κυρίας Βάγκενκνεχτ δεν υποβαθμίζεται. Οι αντίπαλοί της την περιγράφουν ως «ακροαριστερή AfD» και, επιπλέον, οι πρόωρες εκλογές φαίνεται ότι θα δυσκολέψουν οργανωτικά το κόμμα της, το οποίο δεν έχει ακόμη καταλήξει σε υποψηφίους σε όλες τις περιφέρειες.

Σε κεντρικό χαρακτηριστικό του προεκλογικού αγώνα, μέχρι τώρα, αναδεικνύονται πάντως οι προσωπικές επιθέσεις μεταξύ των αρχηγών, κάτι που ειδικά στην εποχή της Άγγελα Μέρκελ θεωρείτο σχεδόν ταμπού. Όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν την ίδια ώρα ότι οι πολίτες θέλουν πάνω από όλα σταθερότητα και αποτελεσματικές λύσεις στα μεγάλα θέματα της οικονομίας, της ασφάλειας, της απασχόλησης και της μετανάστευσης. Ο Όλαφ Σολτς υπενθύμισε προ ημερών ότι οι ίδιοι αρχηγοί θα πρέπει μετά τις εκλογές με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συνεργαστούν και καλό θα ήταν να μπορούν τότε να κοιταχτούν στα μάτια. Η χώρα βρίσκεται σε κρίση και δεν αναμένεται να έχει νέα κυβέρνηση πριν από το Πάσχα και για πρώτη φορά, αυτό συνιστά πρόβλημα – τόσο για την ίδια όσο και για τους εταίρους της.