Η έρευνα, που διενεργήθηκε υπό την επίβλεψη του Ερευνητικού Ινστιτούτου Παίδων Murdoch (MCRI), βρήκε ότι εξειδικευμένα κύτταρα στο ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών στοχεύουν τάχιστα τον νέο κορωνοϊό, με την Δρ. Melanie Neeland από το MCRI να αναφέρει ότι τόσο οι λόγοι που τα παιδιά νοσούν ήπια από την COVID-19 σε σχέση με τους ενήλικες όσο και οι ανοσολογικοί μηχανισμοί πίσω από αυτή την προστασία ήταν άγνωστοι μέχρι και πριν από αυτή τη μελέτη.
«Τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν από τον SARS-CoV-2 και έως και 1/3 αυτών παραμένουν ασυμπτωματικά, πράγμα τελείως αντίθετο από την υψηλότερη επικράτηση και σοβαρότητα που παρατηρείται στα παιδιά για την πλειονότητα των άλλων αναπνευστικών ιών.
Η γνώση των υποκείμενων διαφορών που σχετίζονται με την ηλικία σε συνάρτηση με την σοβαρότητα της COVID-19 θα παράσχει σημαντικές προοπτικές και ευκαιρίες για πρόληψη και θεραπεία, τόσο της COVID-19 όσο και πιθανών μελλοντικών πανδημιών», εξηγεί η Δρ. Neeland.
Η μελέτη περιελάμβανε μια ανάλυση δειγμάτων αίματος από 48 παιδιά και 70 ενήλικες από 28 νοικοκυριά της Μελβούρνης που μολύνθηκαν ή εκτέθηκαν στον νέο κορωνοϊό. Οι ανοσολογικές αποκρίσεις παρακολουθήθηκαν κατά τη διάρκειας της εντονότερης φάσης της λοίμωξης και έως και δύο μήνες αργότερα.
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν οι Francesca Orsini και Alessandro Bartesaghi με τις δύο κόρες τους, Beatrice και Camilla, αφού όλοι είχαν διαγνωσθεί θετικοί στον κορωνοϊό. Οι δύο κόρες, ηλικίας έξι και δύο ετών, παρουσίασαν μόνο ένα ήπιο συνάχι, αλλά οι γονείς βίωσαν υπερβολική κόπωση, πονοκεφάλους, μυαλγίες και απώλεια όρεξης και γεύσης, ενώ χρειάστηκαν τουλάχιστον 15 ημέρες για να αναρρώσουν πλήρως.
Όπως σημείωσε η Δρ. Neeland, η μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά με COVID-19 έχουν πολύ πιο ισχυρή έμφυτη ανοσολογική απόκριση στον ιό σε σύγκριση με τους ενήλικες.
«Η λοίμωξη από κορωνοϊό στα παιδιά χαρακτηρίστηκε από ενεργοποίηση των ουδετερόφιλων, των εξειδικευμένων λευκών αιμοσφαιρίων που βοηθούν στην επούλωση των κατεστραμμένων ιστών, την ανάρρωση από λοιμώξεις και στη μείωση των ανοσοκυττάρων που αποκρίνονται πρώτα, όπως τα μονοκύτταρα, τα δενδριτικά κύτταρα και τα κύτταρα φυσικοί δολοφόνοι του αίματος.
Αυτό υποδεικνύει ότι αυτά τα ανοσοκύτταρα που καταπολεμούν τη λοίμωξη μεταναστεύουν στα σημεία της λοίμωξης γρήγορα, απομακρύνοντας τον ιό πριν προλάβει να εδραιωθεί στον οργανισμό.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα, η πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού έναντι των μικροβίων, είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή της σοβαρής COVID-19 στα παιδιά. Το πιο σημαντικό εύρημα της μελέτης, όμως, είναι ότι αυτή η ανοσολογική αντίδραση δεν επαναλήφθηκε στους ενήλικες.
Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι τα παιδιά και οι ενήλικες που εκτέθηκαν στον ιό αλλά βρέθηκαν αρνητικοί στα τεστ είχαν εξίσου τροποποιημένες ανοσολογικές αποκρίσεις.
«Παιδιά και ενήλικες είχαν αυξημένο αριθμό ουδετερόφιλων, έως και επτά εβδομάδες μετά την έκθεση στον ιό, γεγονός που θα μπορούσε να παρέχει ένα επίπεδο προστασίας από τη νόσο», καταλήγει η ειδικός.
Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει προηγούμενη εργασία του MCRI που βρήκε ότι τρία παιδιά της ίδιας οικογένειας στη Μελβούρνη ανέπτυξαν παρόμοια ανοσολογική απόκριση μετά από παρατεταμένη έκθεση στον ιό μέσω των γονέων τους.
Η εργασία εκείνη δήλωσε πως αν και τα παιδιά μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό, μπόρεσαν να προκαλέσουν μια ανοσολογική απόκριση πολύ πιο αποτελεσματική στην αποτροπή της αναπαραγωγής του ιού, που σημαίνει ότι δεν διαγνώσθηκαν ξανά θετικά.
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις